Έκτωρ Πανταζής | Οι κτίστες της γλώσσας

Αν καταφέρεις να γράψεις ένα στίχο ισάξιο με τους στίχους ενός ποιητή που θαυμάζεις, τότε θα μπορέσεις να ολοκληρώσεις και ένα ποίημα, μόνο που θα χρειαστεί περισσότερος κόπος. Και δε χρειάζεται να πούμε πως το επόμενο στάδιο είναι να συμπληρώσεις με όσα άλλα ποιήματα χρειάζονται για μια συλλογή ή και σύνθεση. Η άλλη απαντοχή είναι να φτάσεις στην πλήρη επιτυχία να μοιάσει το έργο σου στο δικό του [3.2.18]

Η αγάπη για την ποίηση ενός ποιητή είναι έμπρακτη. Αγάπησα την ποίηση του Ζ.Σ. μόνο όταν κατέγινα σε ανάγνωση εις βάθος. Κι όταν περπάτησα και το γαλλικό κείμενο. Ήταν μια ποίηση που μου είχε αρέσει εξαρχής, αλλά τώρα βαθαίνει και μου γίνεται οικεία αρεστή βαθιά μεγάλη. Μεγάλη με έναν τρόπο μετρημένο. Και όχι ολοκληρωμένο. Και ταυτόχρονα βιάζομαι να την αποχωριστώ.

Ποίηση για ποιητές.
Μη νομίζετε ότι η ποίηση αφορά κατηγορίες ανθρώπων πέραν εκείνης των ποιητών.Ποίηση δεν διαβάζουν μήτε οι πεζογράφοι,πάρεξ καμιά φορά εξ ανάγκης να ακονίσουν τη μνήμη τους,να οξύνουν την ακοή τους, γιατί κάθε σινάφι είναι προσηλωμένο στο δικό του ταράφι. Και όλοι δρουν ανταγωνιστικά.

Το κύριο με την ποίηση δεν είναι η ευρύτητα ή στενότητα της περιοχής που έρχεται να πλευρίσει με την τέχνη της,αλλά κατά πόσο η ποίηση μπορεί να μας δώσει κάτι καίριο και ποιο είναι αυτό και αν σε όλες τις περιπτώσεις είναι το ίδιο, και με αυτό κρίνεται η ποιότητα του έργου της.

Σε τί θα ρίξει τη γλώσσα της, πότε και πώς μας ζωογονεί και με βάση τα έως τώρα τί είναι εκείνο που πέτυχε, και πότε πετυχαίνει.

Κάθε που κατατίθεται ένα Νόμπελ στα κατάστιχα της λογοτεχνίας, δεν σημαίνει ότι τιμάται ο τροπαιούχος ποιητής. Καμμιά φορά συμβαίνει να τον τιμήσουμε λίγο παραπάνω, μέχρι να ξεχαστεί. Το πιο καλό είναι να διατρίψεις λίγο στο στίχο του μέχρι ένα κάποιο τρόπο του.

Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Σημαίνει ότι η επιλογή προχωρά. Αφομοιώνεις σύμφωνα με τις αντοχές, και τις κατευθύνσεις κι αν αυτές συγκλίνουν προς κάποιο έργο.

Το λογοτεχνικό το ποιητικό τα ζητήματα στοχασμού τέχνης και ζωής, είναι μια σύμπλεξη που δεν καταλήγει ποτέ. Κάποιες φορές οι φωνές γίνονται πιο ευδιάκριτες, το ζήτημα είναι αν ακούς τη μουσική τους [31.1.18]

Τι υποδηλώνουν;
Να δούμε πώς απάντησαν, όποιοι απάντησαν, στην κατιούσα φορά των Νεοελλήνων, αρχίζοντας από τα χρόνια των Παλαιολόγων και των Δυνατών, που με τις ολιγαρχικές ορέξεις τους δεν άφησαν τίποτε να αναπτυχθεί στον πολύπαθο τούτο γεωγραφικό ορίζοντα της καθ’ ημάς Ανατολής.

Το ζήτημα είναι και άκρως πνευματικό.
Στο παλιό κράτος, κράτος και κοινωνία ήταν ένα, και έτσι οι ολιγάρχες τα είχαν όλα κτήμα τους, δικά τους. Το σύγχρονο κράτος έχει αναλάβει το λειτουργικό μέρος των πραγμάτων.

Ξανακόβω κυδώνι. Σ’ ένα φτενό μαντήλι.

Στρεβλώνει τη σκέψη μας η έλλειψη ελληνικής αναφοράς. Μας στρεβλώνει και που δεν ανοίξαμε καθαρό πόλεμο με το ανθελληνικό μένος. Και αυτό οφείλει να γίνεται και στο στίχο.Μια σταλιά θάλασσα κι αφρό από της ελληνικής σημαίας τα αδιατίμητα.

“ Όταν πέφτει σκοτάδι στην ελληνική γη πρέπει να αποφασίσουμε με ποιό όνομα θα μας φωνάζουν”

Γιατί γράφω θα πει εικονογραφώ μιαν αγάπη. (Γκ. Μπ.)

Έχω μια υποχρέωση να πω τα πράγματα που υποδούλωσαν για έναν αιώνα την Ελλάδα. Να πω πώς στρέβλωσε τα μυαλά η κακιά σπουδή,το κακό ριζικό που αρρώστησε τον άνθρωπό μας. Και δεν έφτασε ο εγχώριος λόγος να περάσει το σύνορο της ενδοχώρας,να σπάσει τον εξωτερικό φλοιό της συνείδησης και να εισχωρήσει στον πυρήνα.

Αυτό στοίχειωσε όλα μας τα γράμματα παντοειδώς, και τις πολιτικές μας.

Δεν μπορείς να λέγεσαι διανοητής αν δεν σπάσεις την προκατάληψη του προοδευτισμού, την ιδεολογία της που ψευτίζει, χωρίς να έχουμε κανενός είδους ελληνικό ορίζοντα, δεν μπορεί να γίνει ανεκτό.

Η μαλλιαρή ως γλώσσα άκρως ιδεολογική παραπάτησε, ξέφυγε από το σοφό ρυθμό του Σολωμού που την κατακτούσε με το αφτί και της έδινε τον ποιητικό του ρυθμό. Ο μαλλιαρισμός ανακάτεψε στην έκφρασή του πράγματα εξωγλωσσικά της μάχης και την τραυμάτισε.

Την καθαρεύουσα, γλώσσα σύνθεσης ώριμη, την αγαπούσαν την είχαν σπουδάσει σ’ αυτήν αποτύπωσαν το έργο τους κι ήταν γλώσσα μάχης και μάχιμη και στην ελληνιστική της εκδοχή σπουδαία, ίσως η εκφραστικότερη μορφή της Ελληνικής. Συνάμα είχε την τύχη της πρώτης παγκόσμιας γλώσσας, και είναι ακόμα η εκκλησιαστική γλώσσα. Στον Παπαδιαμάντη θα πρέπει επιπλέον να γίνει κατανοητό, ότι σαν από λογοτεχνικό ένστικτο κατευθύνθηκε στην πληρέστερη γλώσσα της ελληνικής, την ελληνιστική κοινή που είναι και η γλώσσα της Γραφής και των Ύμνων. Γλώσσα έτοιμη δουλεμένη δοξασμένη. Λαμβανομένου υπόψη ότι του ήταν οικείο βίωμα,όπως άλλωστε είναι ακόμα σήμερα σ’ εκείνους που καταγίνονται στην ψαλτική. Τουλάχιστον οι ρυθμοί της είναι μέσα τους, αν όχι η ερμηνεία της. Δεν αγνόησε δε ο Αλέξανδρος των γραμμάτων τη γλώσσα την απλή την ιδιωματική, που την εισάγει στη διήγηση ατόφια όπως τα σπασμένα κεραμίδια στους φτωχικούς ναούς της υπαίθρου στο χτίσιμο.

“Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχουμε κατά νου σε κάθε διερεύνηση είναι ό,τι ως παιδιά της γης, φέρουμε πάνω μας κάθε στοιχείο της πρώτα σωματικά ύστερα ψυχικά. Στο δεύτερο είναι μια βασική μας διάθεση που είναι αυτή της γης. Πρώτα τον ημερήσιο κύκλο της κι έπειτα τον ετήσιο. Όλα αυτά αποτυπώνονται στους κύκλους του βίου μας σε στενή σχέση με αυτόν της γης. Και ακολουθούν οι συσχετισμοί.”

Κατεβαίνω εκ νέου να μπω στην ομίχλη του.Να βαδίσω στο γυαλιστερό κατάστρωμα απ’ όπου ξετυλίχτηκαν οι στίχοι του μέχρι να τον φέρουν από το Μ. στο Π.

Όχι όπως ο καρπός με τη φλούδα αλλά όπως ο κορμός με το φλοιό. Ποιό πράγμα στη γλώσσα είναι το κάμβιο;

Οι κτίστες της γλώσσας. Είναι ταγμένοι της είναι προωρισμένοι της. Αναγνωρίζονται από το υλικό με το οποίο χτίζουν. Αγαπάνε τη γλώσσα παράφορα, τους έχει παιδιά της. Είναι οι κεκλημένοι της. Στο ιερό των Μουσών κάλεσμα, και έχουν αναλάβει αυτό το έργο.

Είναι πουλιά που οι φτερούγες τους τα περιορίζουν στο νησί τους σαν μεγάλο κλουβί φωλιάζουν σε όλες τις πέτρες του που γυαλίζουν στις πρώτες ακτίνες του ήλιου καθώς διαλύουν την πάχνη.

Σκύλα και χάρυβδη, αγελάδα με ράχη φάλαινας, η θάλασσα.
Με τις γλώσσες σου θάλασσα μας δοκιμάζεις
μας γλείφεις ολόγυρα σαν μεγάλη αγελάδα
περνώντας μας για παιδιά σου ,εμάς
τα πλοία μας τα ξύλα τα βράχια
ύστερα σαστίζεις, μας αποδιώχνεις γυρνάς πίσω στους βυθούς σου
με της φάλαινας τη ράχη ανεβοκατεβαίνοντας.


Σκοτεινό βιολεττί
Η εργασία τους δεν σταματάει στιγμή.

Η ποίηση η λογοτεχνία η σκέψη και η επιστήμη έρχονται τόσο πλήρεις, που το μυστικό της υποδοχής τους είναι να πεις πιο πλήρεις δε γίνεται, κι ωστόσο γνωρίζεις πολύ καλά πως το εκκρεμές τινάζεται στην απέναντι μεριά. Με αφομοιωμένο το υλικό δε θ’ αργήσει να μιλήσει η βαθιά στιγμή καθόσο προετοιμάστηκε. Δεν μπορεί παρά να υποστασιωθεί.

Μονόφθαλμος κάβουρας πειρατής το τυφλό του μάτι είναι μόνο δάκρυ.
Σου δίνουμε πλοία και μας επιστρέφεις σανίδες
Σου δίνουμε κορμιά, επιστρέφεις καύκαλα, κρησφύγετα κάβουρα πειρατή
γιατί θά ‘ρθουν τα κύματα του δάσους με τα μυτερά έλατα
να συγκριθούν, το πράσινο σμαράγδι τους
πότε να γίνεται σκοτεινό μέχρι το μαύρο
πότε να ασημίζει μέχρι το λευκό χιονιού
και πάνω εκεί στην οξύτερη κορυφή σ’ ένα ελάτι
ένα πουλί αφήνει την κραυγή του άγριο θαλασσινό.

Οι άγκυρες δαγκώνουν τα ύφαλα της Μουνιχίας. Σμιλεμένο στο κύμα που ήρθε από μακριά περιπέτεια στον ωκεανό ναυάγησε στην αμμουδιά ξύλο της νύχτας και ξύλο που το υιοθέτησε η θάλασσα χρόνια τώρα, το ξαναδίνει στο δάσος να το θρηνήσουν οι χειμώνες.

Στο Φάληρο τα σκάφη τα στριμώχνει ο νοτιάς σαν θαλασσοπούλια, στον όρμο τρίζουν οι αντένες οι σκαρμοί. Από τα αναμοδαρμένα ύψη της ορεογραμμής και τ’ αχτένιστα κέδρα, στο θαλάσσιο όρμο τα χτενίζει το μαϊστράλι ανάμεσα σε αντένες και ξάρτια, ένα δάσος από κατάρτια και συριγμούς.

Τα πράγματα είναι. Υπάρχουν όμως στου ποιητή το κάλεσμα. Ποιός άλλος θα μπορούσε να δώσει τον γκάουτσο στ’ όνειρό του; Ποιός αν όχι ο ποιητής θα δώσει την εσωτερική διάθεση του κόσμου; Πώς αλλιώς να λάβει υπόσταση, να υπάρξει, μετουσιώνοντας τον πόνο ματιών σε εικόνα; Η πάμπα ξετυλίγεται σαν μια κουβέρτα με ποικίλα σχέδια από μαλλί προβατοκάμηλου.

Του ήλιου τα άγρια σκυλιά χάνονται στη δύση.

Τα κοπάδια των νομάδων έχουν χαράξει τη διαδρομή πριν αναλάβει να τα ποιμάνει ο άνθρωπος, που θα είχε μια στάνη και για τα αποδημητικά πουλιά αν μπορούσε να πετάξει. Τώρα πετάει στη ράχη του αλόγου με τις φοράδες του ανέμου. Η κάπα του από μαλλί προβατοκάμηλου τον κάνει φάντασμα της ορεογραμμής κατά μήκος των Άνδεων.

Το άλμπατρος αυτά τα πουλιά ποιητές διάλεξαν τον ωκεανό για σπίτι.

Πίσω σου είναι το θαύμα, όπως στο πεφταστέρι η φωτεινή τροχιά που αφήνει καθώς σβήνει.


Δίνεις το χέρι σου στο χάδι ηλεκτρίζεται η νύχτα τα σύννεφα, η ράχη του σκοτεινού ανέμου.
Στη φωνή του ποιητή όλα παίρνουν την όψη της ψυχής του. Οι θερμοκρασίες σε σημείο ανάτηξης, η κράση αναμορφώνεται, ψυχικά τοπία που δίνουν τόνους ψίθυρου στο μυστήριο. Το μύθευμα και η κλήτευση έρχονται με λέξεις παλιές και νέο ήχο. Βγάζουν ένα κρυμμένο εαυτό συνομιλούν με της διάθεσης το πέρα.
Γιατί μας βυθίζει ο τρόπος σου στην πυκνή νύχτα και στην αγάπη.
Τα χείλη σου μου λένε την αλήθεια, με το φιλί τους.


Από καλάμια και χώμα οι καλύβες
στη χόβολη ψήνεται το καλαμποκίσιο ψωμί, αραμποσίτι
θα τον κρατήσει μέχρι το βράδυ
θα κάνει το οφτό στα αναμμένα κούτσουρα από πευκιά.
Το πραγματικό υλικό για το ποίημα
είναι η κάθε φορά διαφορετική ουσία του δάσους.
Τα άλμπατρος αυτά τα πουλιά ποιητές διάλεξαν τον ωκεανό για σπίτι.
Πίσω σου είναι το θαύμα, όπως στο πεφταστέρι
η φωτεινή τροχιά που αφήνει καθώς σβήνει.
Ποίηση μες στη διαφάνεια. Που και μ ‘ αυτό σκοτεινιάζει.
Καίγεται κι απ’ το φως το νόημα. Η σημασία σκοτίζεται.
Όσο λευκή και διάφανη κι αν είναι η Ευριδίκη, ο Άδης
δεν αφήνει παρά στη μαύρη λάμψη να τη δεις,
χωρίς να κοιτάξεις, μα με τα μάτια της ψυχής.Κι αλλιώς τη χάνεις.


Βάρκα που σαλπάρει στις πέρα αμμουδιές
το σπάνει η Γκόλφω το παχνί
Όλη μες στην παραφορά,ο κόσμος δεν την αφορά.
Θα παγώσεις μια νύχτα με τις εικόνες όλες.

Νόμισε πως τα είδε και τα εξήγησε όλα με το νόμο της επιθυμίας. Πως τάχα φτιάχνω όνειρο νύχτα και μέρα. Για να είναι νεύρωση το παν.

Μα και πάλι οι Πολιτείες εξαντλούνται στο νόημα κι επειδή δεν αντέχουν να δυστυχούν, πολεμούν. Η Αμάχη δεν έχει τέλος.

Σηκώνοντας το χέρι σου στο χάδι φωτίζονται οι δρόμοι οι νυχτερινοί.

Γιατί στρεφόμαστε σε μακρινούς ποιητές;
Μα γιατί μας φέρνουν μακρινούς απόηχους από τη χώρα της ποίησης, απρόσιτους αλλιώς. Στο δικό μας ήχο κάτι βράχνιασε.

Ο ποιητής του ωκεανού, δεν μπορεί να τον στερείται για πολύ. Στη μέση της συλλογής θα βρει τρόπο μ’ ένα ποίημα να βουτήξει καταμεσής του, έστω κι αν μεταμφιεστεί σε νερό, βρόχινο, ποταμίσιο, αδιάφορο. Να νιώσει μόνο την υγρή απεραντοσύνη το άγριο κυμάτισμα.

Αιχμάλωτος του ιλίγγου.
Ένα ποίημα, πολύ περισσότερο όταν αφορά τον θηλυκό ορίζοντα της γυναίκας, πρέπει απ’ όλες τι μεριές να το κοιτάξεις να το πλησιάσεις σαν εραστής, να το κολακέψεις, και γητεμένο να σου δείξει όλες τις απόκρυφες γωνιές, να σου ανοίξει την αγκαλιά του, και τα μυστικά του. Όσο χρόνο θα του δώσεις τόσο νόημα θα πάρεις.

Όπου κι αν έστρεψα τα μάτια ήσουν εσύ
δεν θ’ αντέξει η Γη χωρίς τη θηλυκιά συντροφιά σου, Γυναίκα,
γιατί μας βυθίζει ο τρόπος σου στην πυκνή νύχτα και στην αγάπη.
Της μορφής του η κατατομή ξαναγυρνά σε σένα.


Το στήθος της φαρμακωμένης έβραζε σαν το χόχλο του κύματος όταν η θάλασσα ταράζεται απ του ανέμου, κι οι γλάροι ορμούν στα ζαλισμένα ψάρια.

Πηγή: Αλιεύτηκε από τον τοίχο του Έκτορα Πανταζή

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε