Ευθύμιος Καλομοίρης | Χωρίς μουσική

Οι ήρωές του ήταν πολύ δυνατοί για να τους αντέξει. Η μουσική, πολύ αληθινή για να τους σκεπάσει. Άλλαζε με μανία τους δίσκους, προσπαθώντας να θυμηθεί ένα τραγούδι που όλο του ξέφευγε, κρυμμένο σε μια εποχή που τον είχε διώξει μακριά της εδώ και πολλά χρόνια: γεωλογικές περίοδοι στο ενδιάμεσο, επαναλήψεις εβδομάδων, ήρεμα σαββατοκύριακα, αθώες συναλλαγές, πληρωμές μεταχρονολογημένες.

Ένα σπρώξιμο στη πλάτη του, εκτός ισορροπίας εκείνος για ελάχιστα δευτερόλεπτα, δίχως να ελέγχει τα χέρια του, παραλίγο να σπάσει τη βελόνα στο πικάπ. Ο αναπάντεχος εισβολέας τον προσπέρασε φουριόζος, προσπαθώντας να συγκρατήσει στην αγκαλιά του ένα φορτίο δυναμίτη. Φτάνοντας στο τραπεζάκι στο χολ, τον απόθεσε εκεί προσεχτικά: «Εγώ τώρα θα τα καταφέρω!», δήλωσε με καμάρι και πείσμα. Με μια αυθόρμητη κίνηση, έστρεψε τη γροθιά προς το φορτίο του.

«Πρόσεχε!», αυτό μόνο βρήκε ως απάντηση, φοβισμένα πιότερο από προστακτικά, και ο νεοφερμένος απέναντι έβαλε τα γέλια. Αργά, διστακτικά κάπως, σαν να ανακάλυπτε το γέλιο για πρώτη φορά. Να ξεκαρδίζεται, έπειτα να κυλιέται στο πάτωμα, μόνος στην αρχή –και μετά μια άλλη κοπέλα, με ένα καλοκαιρινό λουλουδάτο φόρεμα να στριφογυρίζει γελώντας πλάι του.

Δεν έμεινε να τους κοιτάζει για πολύ, τράβηξε τη συρόμενη πόρτα που χώριζε τα δωμάτια διαγράφοντάς τους πίσω της: μαζί με τις μορφές έσβησαν –fade out και τα γέλια. Αναστέναξε, ξαναγέμισε το ποτήρι, ποτό σκέτο, βαρύ. Ρίχτηκε πάλι να δοκιμάζει την τύχη του με τα βινύλια να ξανανταμώσει εκείνο το απροσδιόριστο ηχητικό φάντασμα, ένα κλειδί πριν από το ανέφικτο μα και για το ξεγραμμένο.

«Θες βοήθεια; Μου φαίνεται ότι τα έχεις χαμένα». Ζεστή, σίγουρη φωνή, μια γυναίκα με ασημόχρωμη, ολόσωμη φόρμα, ανασηκώθηκε από τον καναπέ στη γωνία.

Αγνοώντας τον κατόπιν, οι ώμοι της να συσπώνται ελαφρά, στάθηκε μπροστά σε μια ραφιέρα και συγκεντρώθηκε σ’ αυτή συνοφρυωμένη, πασχίζοντας ίσως να αποφασίσει για κάτι. Πήρε τελικά να σπρώχνει το έπιπλο με δύναμη κι όπως το έγειρε μπροστά, οι δίσκοι από τα ράφια σκορπίστηκαν στο πάτωμα.

«Έλα», του απηύθυνε πάλι τον λόγο, «Έλα, έλα», γονάτισε κι άρχισε να σκαλίζει στον σωρό. Απτόητη από τη σιωπή του, εξακολούθησε να μιλά: «Τι έψαχνες; Αυτόν; Ή μήπως τον άλλο εδώ; Εκείνον ίσως;» και, σε κάθε ερώτηση, εκτόξευε απαλά τον αντίστοιχο δίσκο προς το μέρος του.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, πίεσε τα δάχτυλα στα μηνίγγια· τα πάντα, τα πάντα, είχαν κυλήσει λάθος. Δίχως να καταλάβει το πότε ή το πώς, βρέθηκε στον δρόμο: τα κτίρια ολόγυρα ξεθωριασμένα, ημιδιάφανη ομίχλη να απαλύνει τις γραμμές τους έως την άρνηση. Αλλόκοτα όλα, λες και δεν ήταν η γειτονιά που ζούσε τόσα χρόνια αλλά κάποιο άλλο μέρος, άγνωστο μα τόσο οικείο.

Καθώς προχωρούσε, διαβάτες παραμέριζαν και τον χαιρετούσαν πριν καταναλωθούν από τις σκιές τους. Κάποιος σκοτωμένος -κορμός ματωμένος, διάτρητος από σφαίρες, από ποια ηρωική έξοδο τάχα;- τον προσπέρασε τρέχοντας χαλαρά, σε μια έξαρση ζωής. Ένας νεαρός με μαύρο πέτσινο μπουφάν, πάλευε με μανία μ’ ένα φλιπεράκι, σηκώνοντάς το σχεδόν στον αέρα. Στο τέρμα του επόμενου τετραγώνου, ένας τύπος με παλιομοδίτικο κοστούμι και καπέλο γυρτό προς τα πίσω, του ένευσε να τον ακολουθήσει.

Κινήθηκε προς το μέρος του· φτάνοντας όμως στη διασταύρωση δεν βρισκόταν κανείς εκεί. Συνέχισε να περπατάει, τα πεζοδρόμια όμως πήραν να τρίβονται να λυγίζουν οι δρόμοι, τσιμέντο και άσφαλτος να διαλύονται σε χώμα ή σε κάτι πιο μαλακό και κολλώδες από χώμα.

Δεν υπήρχαν πια κτίρια· μόνο έρημος, σκόνη και κάκτοι κι ένας ήλιος πηχτός που τον τύφλωνε. Διψούσε και ίδρωνε· η ζέστη αφόρητη, ούτε καν υποψία σκιάς για ανάσα. Στο αποκορύφωμα της απελπισίας, έχοντας διαγράψει κύκλους ανούσιους κι ατέρμονους για ώρες, ξεχώρισε μακριά έναν μεγάλο, πράσινο όγκο. Κοίταξε καλύτερα: δέντρα και θάμνοι. Προσεγγίζοντάς τον, εντόπισε ένα άνοιγμα και χώθηκε μέσα του.

Μουσική, φωνές, άνθρωποι: αριστερά το κυλικείο με τη μυρωδιά του ποπ κορν, δεξιά θεατές σε καρέκλες θερινού σινεμά. Είχε νυχτώσει, το πανί απέναντι να φεγγοβολά εγκλωβίζοντας όλη τη δράση στον κόσμο. Πρέπει να ήταν κάποιο νουάρ που έπαιζε· από τα κλασικά, τα ασπρόμαυρα, η μελωδία όμως έμοιαζε αταίριαστη, εποχής άλλης -κινηματογραφικά και όχι μόνο- τραγούδι ατίθασο.

Η κούραση και η δίψα του να μην υπήρξαν ποτέ. Κατευθύνθηκε προς την οθόνη, οι μορφές εκεί να αλλάζουν, πρωταγωνιστές, σκηνικά, τα πάντα πολύχρωμα κι εκείνος πλησιάζοντας όλο και περισσότερο, τραβώντας προς μια μουσική που συνέχιζε απαράλλαχτη.

Κάποιοι από το κοινό, καρφωμένοι στις θέσεις τους, φώναξαν: «Σταμάτα!». Δεν τους έδωσε σημασία. Η οθόνη αδιαπέραστη, πώς να περάσει από την άλλη μεριά; Η προβολή άλλαξε πάλι, μια ηθοποιός στο κέντρο τού χαμογέλασε ειρωνικά. Προσπάθησε τώρα, όχι να διαπεράσει· να ενωθεί με το πανί. Σκιά και φως, άσπρο, μαύρο, αιώνια δισδιάστατος, γκάνγκστερ με πολυβόλα να τον γαζώνουν να παραπατά μες στα αίματα αναζητώντας καταφύγιο πίσω από ένα γραφείο –πριν κι ενάντια προς το υπέρτατο φινάλε.

Γαλήνη. Οι ήρωές του ήταν πολύ ζωντανοί για να τον αντέξουν.

Artwork: © Free-Photos @ Pixabay

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε