Διονύσιος Σολωμός

Η ΤΡΕΛΗ ΜΑΝΑ ή ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ

  1. Τώρα που η ξάστερη
    νύχτα μονάχους
    μας ηύρε απάντεχα,
    κι εκεί στους βράχους
    σχίζεται η θάλασσα
    σιγαλινά∙
  2. τώρα που ανοίγεται
    κάθε καρδία
    στη λύπη, ακούσετε
    μιαν ιστορία,
    που την αισθάνονται
    τα σωθικά.
  3. Σε κοιμητήριο
    είναι στημένα
    δυο κυπαρίσσια
    αδελφωμένα
    που πρασινίζουνε
    μες στους σταυρούς.
  4. Όταν μεσάνυχτα
    καταβουϊζουν
    οι ανέμοι, αν τα ‘βλεπες
    πως κυματίζουν,
    έλεες πως κράζουνε
    τους ζωντανούς.
  5. Δυο αδέλφια δύστυχα
    κοιμούνται κάτου
    τον ανεξύπνητον
    ύπνο θανάτου,
    κι έχασε η μάνα τους
    τα λογικά.
  6. Τα μαύρα, επαίζανε
    εκεί όπου στέκει
    ο πύργος, κι έπεσε
    το αστροπελέκι,
    κι άψυχα τ’ άφησε
    τα θλιβερά.
  7. Ροδοστεφάνωτα,
    ασπροεντυμένα,
    τα κατεβάσανε
    αγκαλιασμένα
    μέσα εις την ύστερη
    αλησμονιά.
  8. Δεν άκουες βάβισμα
    χαμένου σκύλου∙
    πουλιού δεν άκουες
    λάλημα ή χείλου,
    ή κλωνοφλίφλισμα
    να πνέει τερπνά.
  9. Νερομουρμούρισμα
    οπού αναβρύζει
    και τσ’ επιτύμβιες
    πέτρες δροσίζει
    μόλις αντίσκοβε
    τη σιγαλιά.
  10. Θανής δεν έμνεσκαν
    άλλα σημεία
    πάρεξ του λίβανου
    η μυρωδία
    οπού εχυνότουνε
    στην ερημιά.
  11. Στέκει, μυρίζεται
    εις τον αέρα,
    και συλλογίζεται
    – μαύρη μητέρα –
    σαν κάτι να ‘θελε
    να θυμηθεί.
  12. Στον τοίχο σύρριζα
    σκύφτει, κοιτάει,
    γλυκολυπούμενη
    χαμογελάει
    κατά τα εντάφια
    χόρτα πικρά.
  13. Κατά τα σύγνεφα,
    κατά τ’ αστέρια,
    τρεμομανιάζοντας
    ρίχτει τα χέρια,
    και κλαίει και ρυάζεται
    τρομαχτικά.
  14. Της πέφτουν έπειτα
    και ληθαργίζει,
    και πάλε αρχίναε
    να τριγυρίζει
    το περιτείχισμα
    πασπατευτά.
  15. Γύριζε, γύριζε,
    τέλος εμπαίνει
    στο σημαντήριο
    και τ’  ανεβαίνει
    τα ίχνη αλλάζοντας
    σπουδαχτικά.
  16. Ήτον στην άλαλη
    τη μοναξία
    στρογγυλοφέγγαρη
    φωτοχυσία,
    σαν τη λαμπρόπλαστη
    πρωτονυχτιά.
  17. Όμως η δύστυχη,
    ξεφρενωμένη,
    κοιτάζει ολόγυρα
    τετρομασμένη,
    πράχνει τα σήμαντρα,
    κράζει σφιχτά:
  18. «Γλήγορα ας φύγουνε
    απ’ τα λαγκάδια
    κεια τα φριχτότατα
    πυκνά σκοτάδια∙
    αχ, με πλακώνουνε
    μες στην καρδιά.
  19. Γλήγορα ας φύγουνε,
    δεν τα ‘πομένω∙
    μοιάζουνε, μοιάζουνε
    με το σχισμένο
    ρούχο που σκέπασε
    τα δυο παιδιά».
  20. Γκλάν γκλάν τα σήμαντρα
    της εκκλησίας,
    γκλάν γκλάν οι αντίλαλοι
    της ερημίας
    αποκρινόντανε
    φριχτά, φριχτά.
  21. «Από την έρημη
    Αναφωνήτρα,
    που ‘ναι εις τους δύστυχους
    παρηγορήτρα,
    είχαν δυο ξέμετρα
    τα δυο παιδιά.
  22. Τα ‘χω στον κόρφο μου
    και τα φυλάω∙
    μ’ αυτά τα ξέμετρα
    θε να μετράω
    τα δυο τους μνήματα
    καθημερνά».
  23. Γκλάν γκλάν τα σήμαντρα
    της εκκλησίας,
    γκλάν γκλάν οι αντίλαλοι
    της ερημίας
    αποκρινόντανε
    φριχτά, φριχτά.
  24. «Βραχνό το ψάλσιμο∙
    τα κεριά αχνίζουν∙
    του νεκροκρέβατου
    τα ξύλα τρίζουν∙
    αργά τα σήμαντρα
    και τρομερά.
  25. Ναι, ναι, απεθάνανε∙
    μέσα στο σκότο
    τα κατεβάσανε
    – ακούω τον κρότο –
    τα κατεβάσανε
    βαθιά, βαθιά».
  26. Γκλάν γκλάν τα σήμαντρα
    της εκκλησίας,
    γκλάν γκλάν οι αντίλαλοι
    της ερημίας
    αποκρινόντανε
    φριχτά, φριχτά.
  27. «Γιατί τινάζετε
    πάνω τους χώματα;
    Μη, μη σκεπάζετε
    τα μικρά σώματα
    που αποκοιμήθηκαν
    γλυκά, γλυκά.
  28. Αύριο θα κόψουμε
    κάτι λουλούδια,
    αύριο θα ψάλουμε
    κάτι τραγούδια,
    εις την πολύανθη
    Πρωτομαγιά».
  29. Γκλάν γκλάν τα σήμαντρα
    της εκκλησίας,
    γκλάν γκλάν οι αντίλαλοι
    της ερημίας
    αποκρινόντανε
    φριχτά, φριχτά.
  30. Γκλάν γκλάν παράδερνε
    με τα γλωσσίδια,
    κι εματαρχίναε,
    κι έλεε τα ίδια,
    ως οπού εβράχνιασε
    θανατερά.
  31. Να, που δροσόβολη
    αύρα ξυπνάει
    και ψιθυρίζοντας
    μοσχοβολάει
    από τα αρώματα
    τα αυγερινά∙
  32. στα φύλλα επέρναε
    και της καρδίας,
    σαν τα κινήματα
    της φαντασίας,
    που ζωγραφίζουνε
    την ευτυχιά.
  33. Εκείν’ η δύστυχη
    τραβάει την άχνα,
    βαθιά τα αισθάνθηκε
    μέσα στα σπλάχνα,
    αχ, κι εκατέβηκε
    στην ερημιά.
  34. Με λύπη εγκάρδια
    εθωρούσε
    όλα τα μνήματα
    και τα μετρούσε
    με τ’ αργό κίνημα
    της κεφαλής.

ΠΗΓΗ: Διονύσιος Σολωμός – Ποιήματα και Πεζά | εκδόσεις στιγμή, 1994

Επίμετρο: Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, στις 8 Απριλίου 1798. Θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο (Ύμνος εις την Ελευθερίαν) αλλά γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση. Ο Σολωμός ξεχωρίζει για την αποσπασματική γραφή του: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο.
Η ημερομηνία θανάτου του (9 Φεβρουαρίου) έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας.

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε