Ναπολέων Λαπαθιώτης

Τ’ ΑΠΟΒΡΑΔΑ
Και σκέβουμαι τ’ απόβραδα, τα μαραμένα βράδια,
που πέφτουν, Θε μου, στην ψυχή, σα ρόδα και σα χάδια,
πότε δειλά, πότε θολά, – κι άλλα θλιμμένα, μόνα,
κι άλλα στημένα, σαν κραυγές, στη μέση του χειμώνα…

Κι άλλα βαστάν, ως τα στερνά, την όψη τους την ίδια,
κι άλλα πεθαίνουν, σαν παιδιά, μες στα χρυσά παιχνίδια,
κι άλλα τραβάν και χάνουνται, παντάξενα και στείρα,
κι άλλα φοράν, πριν να χαθούν, βασιλική πορφύρα…

Και νοσταλγώ τ’ απόβραδα, τα λυπημένα βράδια,
έτσι όπως γέρνουν μαγικά, μες στην καρδιά την άδεια,
κι ανάβοντας χιμαιρικά, τα μακρινά τους τόξα,
μας δείχνουν πάντα, σιωπηλά, το θάνατο, μια δόξα…

Κι όταν η νύχτ’ απλώνεται, κι όταν η μέρα γέρνει,
ποιαν ίδια μοίρα, ταχτικά, τα φέρνει και τα παίρνει,
πότε πικρά και μακρινά, πότε γλυκά, σα χάδια,
τ’ ανέλπιδα, τ’ ανώφελα, τ’ αγαπημένα βράδια;


ΤΑ ΒΡΑΔΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Τα βραδινά τριαντάφυλλα μ’ έχουν γιομίσει θλίψη,
καθώς, απόψε, σκόρπισαν το δειλινό άρωμά τους,
σα να μηνούσαν, μακρινά, δεν ξέρω ποιους θανάτους,
και να πονούσαν ήσυχα, για κάτι που θα λείψει…

Κι όμως, το ξέρω, κάποτε, λυγώντας απ’ τη θλίψη,
(κι ίσως γι’ αυτό να νοσταλγεί τόσο πολύ η καρδιά μου),
παρ’ όλα τα που πίστευα, σα μια παρηγοριά μου,
θα ρθει μια μέρα, κάποτε, που θα ‘χω, κι εγώ, λείψει…

Κι ίσως για τούτο κι η φτωχή ψυχή μου, που μπορούσε
κι άπλωνε διάπλατα φτερά, – τα κλείνει μαραμένα,
– γιατί τα ρόδα τα στερνά, μαραίνοντας και μένα,
μου πήρανε τη χίμαιρα, που με παρηγορούσε…



ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Απόψε αγάπησα τα μάτια μου,
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη:
να ‘ταν το φως, που, μες στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει;

Να ‘ταν το ρόδο το απριλιάτικο,
ποτ το ‘χα βάλει στη γωνία,
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδινή την αγωνία;

Να ‘ταν, αλήθεια, το τριαντάφυλλο,
που ξεψυχούσε στο ποτήρι,
– ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν,
και που είχαν απομείνει στείροι;…

Το ρόδο που ‘σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι που δεν κλείνω,
– ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ, το βράδυ εκείνο;


ALLA C. BOT.
Στην αγκαλιά να σ’ έσφιγγα, να σ’ έσφιγγα
και με τα δυο μου χέρια, ώσπου να νιώσω
να λιώσει και να στάξει όλη η ψυχούλα σου
στους πόρους της δικής μου, σαν τη δρόσο.

Τα χείλη μου ν’ αγγίζουνε τα μάτια σου
τόσο απαλά, τόσο γλυκά κι αγάλια,
που όταν τα κλείνεις να θαρρείς πως κύματα
και ζέφυροι φυσούν απ’ τ’ ακρογιάλια…

Κι ένα φιλί στο στόμα, τόσο ατέλειωτο,
που οι ώρες να μας πλέξουνε στεφάνι,
και τόσο ηδονικό, που να φιλιόμαστε
κι όλοι να λεν πως έχουμε πεθάνει…

Κι όταν θ’ απαλοσβήνει αυτό το φίλημα,
και δεις να ‘χω τα μάτια μου σφαλήσει,
θα με σαλέψεις με τα δυο χεράκια σου,
κι εγώ θα ‘χω στ’ αλήθεια ξεψυχήσει…


Η  ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Χρυσό λουλούδι μου, που ανθείς
                στου κήπου μου το πλάι,
για πες: Το φως μου μ’ αγαπά;
                Θαρρώ πως με γελάει!

Μαδώ τα φύλλα σου δειλά,
                και τρέμω μήπως τύχει,
και μετανιώσω που, για σε,
                μου πήγαν τόσοι στίχοι.

Να, το στερνό σου πέταλο
                τραβώ μ’ ανατριχίλα
και βλέπω: «Μ’ αγα…», ή τάχατες
                και λάθεψα στα φύλλα; 

Επίμετρο: Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε το 1988 στην Αθήνα από αρχοντική οικογένεια. Πήρε καλή μόρφωση και φοίτησε στη Νομική Αθηνών, ποτέ όμως δεν αξιοποίησε το πτυχίο του επαγγελματικά. Μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά, ήξερε πιάνο και είχε παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής. Στα 17 του χρόνια δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα στο περιοδικό «Νουμάς». Αν και ήταν πολυγραφότατος, όσο ζούσε, λόγω του πάθους του για την τελειότητα, τύπωσε μόνο μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Τα ποιήματα. Πρώτη επιλογή» (1939).Η ποίησή του χαρακτηρίζεται ως νεορομαντική και νεοσυμβολιστική με αισθητιστικές τάσεις (ποιητής «εστέτ»). Από το συμβολισμό δανείζεται τη μουσική άρθρωση του λόγου, αφού ο ποιητής είχε ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική. Ήταν άνθρωπος της νυχτερινής περιπλάνησης, των λουλουδιών και της αντισυμβατικής συμπεριφοράς και έζησε μια ζωή γεμάτη πάθη και καταχρήσεις. Νέος, ωραίος, κομψός, ονειροπόλος, αισθησιακός, φιλάρεσκος, ευαίσθητος. Όπως και ο Oscar Wilde φορούσε πάντοτε στην μπουτονιέρα του ένα φανταχτερό λουλούδι: τύπος μποέμ, δανδή της εποχής. Όταν έχασε και τους δύο γονείς του, καθώς και την πατρική περιουσία, εξανεμίζοντας παράλληλα μια από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες, αυτοκτόνησε μέσα στο σπίτι του το 1944.

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε