Νίκος Λεβέντης

Επιμέλεια δημοσίευσης: Πασχάλης Κατσίκας


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΤΡΟΦΗ ΤΟΥ1
Μεγάλη ταραχή κατέλαβε
τον γεραρό ποιητή Παραμασκαλίδη
όσο φυλλομετρούσε στα κρυφά με τρόπο
μέσα στο φιλόξενο, ευάερο βιβλιοπωλείο
τη νέα ανθολογία πώκανε τόσο ντόρο
το ’πιανε το βιβλίο απ’ τη μια
το γύριζε από την άλλη σα μπριτζόλα
κι έπειτα τ’ αλάτιζε στο οικείο λήμμα
ίσαμε να πέσει στο τηγάνι και ν’ αρπάξει
ενώ η φωτιά σιγόκαιγε στα στήθη
—«Ώστε λοιπόν τσουρουφλιζόμαστε δω μέσα»

Τ’ όνομά του ήτανε άφαντο παραμερισμένο
και κανένα λογομαγειρικό λάθος
δεν θα διόρθωνε τους στίχους την ώρα
που διάβαινε την έξοδο με θλίψη:

—«Σύγχρονη ποιητική ανθολογία
ανθ’ ημών η Ανθή…»


ΠΟΙΚΙΛΜΟΙ, ΙΖ΄1
(εκ της Ποιητικής)
Ενδογενής διαφορά εν τη Λατινική Ποιήσει
poetae docti, poetae rustici et vulgares,
ποιηταί λόγιοι, δημοτικοί και αγροίκοι ποιηταί
επιβίωσις σημαντική έως τους ημετέρους χρόνους
εν τούτοις, προς γνώσιν αμούσων στιχοπλόκων,
πάντοτε ποιηταί τουτέστιν ρυθμοποιοί.


Η ΤΥΧΗ ΜΙΑΣ ΛΕΞΕΩΣ1
Μ’ απίστευτη σφοδρότητα μπήκε σε κυκλοφορία
η λέξη προδιαγραφή
καθένας βέβαια αλλιώς την εννοεί
άλλως θά ’ταν αδύνατο να βρίσκεται παντού
άλλος τη νιώθει σαν προγραφή και βλέπει
κιόλας τους εχθρούς του αποκεφαλισμένους
κι άλλος πάλι σαν παραγραφή
οι επιταγές τον πνίγουν καθημερινά
η επίσημη πλευρά προσδοκά το μέλλον της
να διαγράφεται λαμπρόν ως ειπωθεί η λέξη
που βεβαιώνει κύρος κι επιστημοσύνη
σαν τα διπλά επίθετα των γυναικών
Βαρβάρα Καραμπέτσου-Ποθουλάκη
Προδιαγράφουν όλοι δίχως σχέδιο
Καταστρώνουν χωρίς αιτία
Χάρις στο μαγικό τιτίβισμα της λέξης


ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΠΕΤΡΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ2
α΄
Πῶς νὰ γράψεις ἕνα ποίημα γενναῖο
γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῆς Σαντορίνης
ποὺ ἔκανε τὸ γύρο τοῦ κόσμου
ἕνας μπαλτᾶς νὰ γεφυρώνει τοὺς αἰῶνες
ὁ Πενθέας, ἡ Ἀγαύη ἐκτὸς φεστιβὰλ
ζῆσε τὸ μύθο σου στὴν Ἑλλάδα
ἀνάμεσα σὲ θεοὺς καὶ ἡμίθεους
θεοπάλαβους ἥρωες, μανιακοὺς μαγείρους
ποὺ περιμένουν τὴν ὥρα νὰ δράσουν.

β΄
Φαίνεται πὼς τὸν εἶχε ἐκνευρίσει
μόλις εἶχε γυρίσει ἀπ’ τὴν κουζίνα τῆς ταβέρνας
καὶ στὸ νοῦ τοῦ εἶχαν κολλήσει
τὸ ραγοῦ, ἡ πιστωτική, ἡ ἀνορεξία
κι ἄρχισε τὸ συνηθισμένο παραμιλητό
«πῆρες τροφὴ γιὰ τὸ σκυλάκι μας
πεινάει ποὺ θὰ μᾶς χυμήξει στὸ τέλος
κοίτα τί σοῦ φυλάω γιὰ τὸ βραδάκι
κοκκίνησε πολὺ ἡ ρωγίτσα, δές την!»

γ΄
Σὰν καλὸς μάγειρος πῆρε τὸ σύνεργό του
κι ὄρμηξε πρῶτα στὸ ἐνοχλητικὸ γάβγισμα
παράξενο πῶς τὸ ζωάκι ἄλλαξε στάση
κι ἔγινε δράκαινα πάνω ἀπ’ τὸ τραπέζι
μὲ μιὰ δυνατὴ κι ἀνάερη πράξη
σταμάτησε τὴ γκρίνια ἐν τῇ γενέσει
μάλιστα τώρα ποὺ κείτονταν στὸ πάτωμα
τοῦ φάνηκε σὰ μοσχαροκεφαλὴ
ἕτοιμο γιὰ τὸ φοῦρνο ἢ καὶ τὸ φουρνάκι

δ΄
Ἀλίμονο οἱ φωνὲς ξαναρχίσανε
«Δὲς πῶς λέρωσες τὰ πλακάκια
ἀπ’ τὸ πρωῒ σφουγγαρίζω κι ἔχω
καὶ τὶς ἐκθέσεις τῶν παιδιῶν νὰ διορθώσω
πῆρες τὰ φάρμακά σου ἢ πάλι ἀρνιέσαι
ἐγὼ θὰ σὲ κάνω καλὰ μὲ τὶς προσευχές μου!»
τότε πιὰ σὰν ἀστραπή, σὰ δέον
πρὸς τὸ ψυχόρμητο ποὺ κυβερνάει
ἔδωσε μιὰ δεύτερη ἀποφασιστική.

ε΄
Σὰν κάποιος ἄλλος νὰ κράταγε τὸ χέρι
κι ἕνα φῶς μυστήριο νὰ τὸν χτύπησε
ἦταν ὅπως χθὲς μὲ τὸ φεγγάρι
τό ’θελε ὁλάκερο νὰ φέγγει στὴν αὐλὴ
κι αὐτὸ χάνονταν πίσω ἀπ’ τὰ σύννεφα
κάθε χάση καὶ μιὰ ζαλάδα δυνατὴ
κάθε σμπρώξιμο κι ἕνας μισὸς κύκλος
μὰ τὸν κύκλο τὸν ζωγράφιζε στὸν ἀέρα
μὲ τὸν σουγιὰ νὰ γίνει ἀκέραιη λάμψη!

ζ΄
Ὁ κύκλος ὁλάκερος μὲς στὴ μέρα
ἕνα παρθένο φεγγάρι τόλμησε νὰ βγεῖ
Τί ὡραῖα ποὺ λύθηκαν τὰ μαλλιὰ
σὰ νά ’χεῖ ἀδυνατίσει τὸ προσωπάκι
πρέπει ὅλοι στὸ χωριὸ νὰ τὸ χαροῦν
νὰ στάζει αἷμα ἀντὶ γιὰ σάλιο τὸ στόμα
ἄγαλμα βουβό, ματωμένο βραβεῖο
οἱ μαθητὲς τὴ δασκάλα νὰ ἰδοῦνε
Κυρία, κυρία, πετάει, πετάει τὸ κεφάλι!


VALSE HESITATION2
Πῶς θὰ χορέψω μὲ τὴ Βασίλισσα;
ἀναρωτιόταν ὁ ποιητὴς ὑπὸ βράβευση
χρόνια τώρα περιμένει τὴν ὑπέρτατη διάκριση
παρακολουθεῖ τὶς ἐτήσιες ἀπονομὲς
κάνει καὶ κάποιο ταξιδάκι στὴ Στοκχόλμη
γυροφέρνει τὰ κτίρια, φαντάζεται τὴ στιγμὴ
τῆς δίκαιης κατὰ τὰ λοιπά. Διστάζει
θέλει νὰ προωθήσει τὴν πρόοδο τῆς ἐκλογῆς
ἀπὸ τότε ποὺ ὁ κριτικὸς ἀπεφάνθη
«τὸ τρίτο Νόμπελ θά ’ρθει ἀπὸ τὸ Νησί»
δὲν βλέπει τὴν ὥρα μὲ τὸ ἀεροπλάνο νὰ πετάξει!
Τὰ βράδια προσθέτει λίγα λόγια
στὸν ἐπίσημο λόγο, ἔξοχα φροντισμένο
μιὰ Berlitz μέθοδο τῆς σουηδικῆς
ἄκοπη φιλοφροσύνη στὸν γραμματέα
τῆς Ἀκαδημίας ἢ στὸν ἁπλὸ κλητήρα
ἕνα εὐχαριστῶ γιὰ τὴν τιμὴ
τὸ ἔνδυμα, τὴ συνοδεία, ὅλ’ αὐτὰ
ἔρχονται τελευταῖα καὶ βέβαια
ἕνας καλὸς Ἑλλαδίτης φωτογράφος
ν’ ἀποθανατίσει ἔπειτα τόση προσμονὴ
διστάζει σὰν τὸ βὰλς μὲ λίγα βήματα
νὰ κάνει τὸ μεγάλο, γράφοντας ἀπευθείας
νὰ ζητήσει ταπεινὰ τὴν ἐπίσπευση.

ΠΗΓΕΣ:
1 Πολύτροπος Ανήρ: ανθολογία ποιητών του 20ου αιώνα, Σωτήρης Παστάκας-Σταύρος Γκιργκένης (Ζήτρος, 2023)
2 Νέο Πλανόδιον (Ημερομηνία καταχώρησης 29-01-2024)

O Νίκος Λεβέντης (1947-2024) γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου και μεγάλωσε. Έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία και στην Αμερική, πριν εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με το Ουράνιο Μέλλον, μία συλλογή που μάλλον δεν συμβάδιζε με το ποιητικό κλίμα της εποχής. Μετά τη γνωριμία του στο Παρίσι με τον Κωστή Παπαγιώργη και τον Αντώνη Ζέρβα, ως τριανδρία των γραμμάτων, αποφασίζουν από κοινού την έκδοση ενός αριστοκρατικού περιοδικού με τον τίτλο Χώρα, που μέτρησε μόνο δυο χρόνια ζωής (1976-1977). Έκτοτε ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία: ποίηση, κριτικά κείμενα, μεταφράσεις. Άνθρωπος με ξεχωριστή προσωπικότητα και χιούμορ, παραμένει μία από τις διαλεκτές και χαμηλόφωνες φιγούρες των ελληνικών γραμμάτων, καθώς η ποίησή του -ανεξάρτητα από την υποδοχή που της επιφυλάσσεται- συνδιαλέγεται δημιουργικά με τη νέα πραγματικότητα και τις προκλήσεις της. Παρ’ ότι -κατά τα λεγόμενά του στη συνέχεια- η ποίηση έχει πάψει να μιλά στις ψυχές των ανθρώπων, ο ίδιος επέμενε σ’ αυτήν με μια απίστευτη εμμονή. Τα βιβλία του: Πιέρ Ζαν Ζουβ (ποίηση) (Αρμός, 1997), Σκιερή πηγή (μυθιστόρημα) (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2002), Ποίηση (1971- 2007) (Ίνδικτος, 2008), Τέσσερα (Πατάκη, 2014), P.J.Jouve/R.Char/S.-J.Perse, Ποίηση–Poésie (Γαβριηλίδης, 2014), Duo (Πατάκης, 2016), Με το μέτρο του στίχου (κείμενα για τη νεοελληνική ποίηση) (Αρμός, 2020), Γλωσσικά ψιχία (Αρμός, 2022).

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε