Κώστας Ταβουλτσίδης | V ποιήματα

Επιμέλεια δημοσίευσης: Κωστής Παπαζάκ


(I)
Ο ΝΤΑΒΟΥΛΤΖΗΣ
Κάποιος πολύ μακρινός μου πρόγονος,
πρέπει να ήταν νταβουλτζής.

Γι’ αυτό και το επίθετο μου
Ταβουλτσίδης.

Και τα νταβούλια του
χτυπάνε ακόμη στο κεφάλι
και στο αίμα μου.

Και στο ρυθμό τους
τραγουδώ και γράφω
όλη μέρα.


(II)
EN CONSTRUCCIÓN
Είμαι ένας ποιητής υπό κατασκευή, ποτέ
δεν θα καταφέρω να κατασκευαστώ πλήρως
θα μείνω ατελείωτος.
Γιατί η ποίηση είναι ατέλειωτη
και η ζωή μου πεπερασμένη.

Άλλοτε είμαι ήρεμος και προσέχω
και την παραμικρή λεπτομέρεια.
Άλλοτε αγχώνομαι, μπας και τα καταφέρω και τελειώσω
και πετάω τούβλα, μπογιές και οικοδομικά υλικά,
χύμα

Έχω ξεχάσει πια
για που ξεκίνησα μαγεμένος πιτσιρικάς να πάω
παρότι πήρα όλους τους χάρτες και τα σχεδιαγράμματα,
τα σύμβολα, τα σημάδια και τα μυστικά,
από τους παλιούς και τους σύγχρονους
τις πυξίδες μου, τα αζιμούθια.

Μετά από χρόνια, μου δώσανε και gps.
Μια ευγενική κυρία έλεγε:
Σε 300m στρίψτε δεξιά
εγώ έστριβα αριστερά.
Προχωρήστε όλο ευθεία
εγώ χανόμουνα κάπου στην μέση.

Ώσπου κατάλαβα,
ότι δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε
και σταμάτησα να την ακούω.

Έγινα σαν μικρό παιδί,
ακολουθούσα μυρωδιές, ιστορίες, γεύσεις, φωνές, ήχους,
φώτα και αγγίγματα, ζώα και ανθρώπους.

Έμεινα χρόνια σε πόλεις και χωριά,
που πήγα να περάσω μια νύχτα.
Και έφυγα αμέσως από μέρη που πήγα για να κάτσω.

Άκουσα μύθους, θρύλους, παραμύθια και ανέκδοτα.
Είδα καραγκιόζη, παντομίμα, θέατρο και κουκλοθέατρο.
Άκουσα σκοπούς και τραγούδια, είδα χορούς και ενδυμασίες,
ήθη και έθιμα.

Πήγα και πήγα.

Με καλοδέχτηκαν,
με διώξανε με τις κλωτσιές.
Με ντύσανε βασιλιά,
Με ντύσανε ζητιάνο.

Πίστεψα και με πιστέψανε,
πρόδωσα και με προδώσανε,
βοήθησα και αδιαφόρησα,
με βοήθησαν και αδιαφόρησαν,
ξέχασα και με ξέχασαν,
Ξ\ξεχάστηκα,
είπα αλήθειες, είπα και ψέματα.

Ο δρόμος με έκανε πολυμήχανο

Διέσχισα δύσβατα, κακοτράχαλα μονοπάτια
Ποτάμια και δάση, εύφορες κοιλάδες, θάλασσες και νησιά.

Μίλησα με τους περαστικούς και τους διαβάτες, με τους ντόπιους.

Είδα και είδα,
άκουσα και άκουσα.

Ώσπου κατάλαβα,
ποσό πολύ λίγα άντεξα και είδα,
ποσό πολύ λίγα άντεξα και άκουσα.
Και συνεχίζω πεισματάρης.

Είμαι ένας ποιητής υπό κατασκευή, ποτέ
δεν θα καταφέρω να κατασκευαστώ πλήρως
θα μείνω ατελείωτος.
Γιατί η ποίηση και η ομορφιά είναι ατέλειωτη
και η ζωή μου πεπερασμένη.


(III)
ΘΑΝΑΤΟ ΖΗΤΗΣΑ ΠΟΙΗΤΙΚΟ
Μετά από δυο αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας.
Κατάλαβα ότι αφού θέλω να πεθάνω,
θάνατο πρέπει να έχω ποιητικό.

Θα πέσω απ´ τον πέμπτο είπα,
και θα αφεθώ στα χέρια του θεού.

Αφού θεός δεν υπάρχει,
έλεγα με το φτωχό μυαλό μου,
θα πεθαίνω για μια χίμαιρα, μια καλοστημένη απάτη.

Και ο θεός με κράτησε στα χέρια του.
Άγνωστο πώς;
Άγνωστο γιατί;

Έτσι στέκομαι μετέωρος,
μεταξύ τρίτου και τέταρτου.
Άγνωστο πώς;
Άγνωστο γιατί;
Άγνωστο για πόσο;
Και δοξάζω το θαύμα της ζωής.


(IV)
ΚΑΓΚΕΛΑ ΠΑΝΤΟΥ*
ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ**

Στην μάνα μου Χάιδω Ξανθάκη

Πέρασα τη βάσανο,
της φυλακής της γνώσης,
της χρησικτησίας και χρυσοθηρία, του κωλόχαρτου,
που κατάντησαν τα περισσότερα πανεπιστήμια.

Για να εκτιμήσω,
την ελάχιστη ελευθερία σκέψης,
που κερδίζω με αγώνα,
σε αυτή την φυλακή.

Πέρασα τη βάσανο
της ψυχολογικής, σωματικής και λεκτικής βίας,
των αλλεπάλληλων κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση
βιασμών,
από θρασύδειλους ψευτόμαγκες.

Βγήκα στην βίζιτα.
Εκδόθηκα και ξανά εκδόθηκα.

Πήρα χάπια, ουσίες, έφτασα στα όρια της εξάρτησης.

Ζητιάνεψα στις περισσότερες γωνιές της πόλης.

Για να καταλάβω,
την απέραντη οδύνη,
αυτής της φυλακής.

Πρόδωσα τα πάντα για να σωθώ.

Απεκδύθηκα
το στέμμα, τα σκήπτρα, τα παπούτσια μου, τα ρούχα μου.

Και απέμεινα ολόγυμνος,
στο έλεος των περιστάσεων και των περαστικών.

Κράτησα τη ζωή μου,
με το μοναδικό πράγμα που μου δόθηκε.

Την ανάμνηση ενός μωρού που γαντζωμένο
στην ρόγα ενός βυζιού,
ρουφάει αχόρταγα,
χωρίς σκέψεις,
χωρίς συναίσθηση καν,
του εαυτού του.

Και την φωνή της μάνας μου,
σαν όνειρο από μακριά,

να φάω και την τελευταία μου μπουκιά
και να ντυθώ καλά να μην κρυώσω.


(V)
ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ
Ό,τι μπόρεσα να μάθω,
το έμαθα από έρωτα και από το παιχνίδι.

Μικρός χτυπούσα ντενεκέδες και έπαιζα καραγκιόζη
και έτσι χρειάστηκε να αρχίσω να γράφω τραγούδια και ιστορίες

Με το ένα και με το άλλο,
ξεθάρρεψα λίγο και άρχισα να παίζω και με άλλους.
Όσους ‘θελαν να παίξουν μαζί μου,
νεκροί και ζωντανοί.

Αφουγκραζόμουνα και θαύμαζα το ταλέντο τους.
Έκανα πειράματα και αλχημείες και κόλπα και τερτίπια.

Προσπάθησα πολύ να μοιάξω,
κάποιον από όλους αυτούς τους σπουδαίους.
Μα η καρδιά και η ψυχή
ήταν με τους ασήμαντους και τους μοιραίους.

Πήγα σχολείο, σπούδασα χρόνια,
δεν κατάλαβα τίποτα.

Και έτσι το πήρα απόφαση πως ο μόνος στον οποίο
μπορώ να μοιάξω είναι ο εαυτός μου.

Ένα φάλτσο και φοβικό παιδάκι,
που σας σερβίρει την ψυχή πικρή φαρμάκι.

πρώτη δημοσίευση στο εξιτήριον | από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή: El hereje en construcción

Artwork: © Φωτογραφία από μορφή PxHere

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε