Yves Ughes

Επιμέλεια δημοσίευσης: Κωστής Παπαζάκ
Μετάφραση—Επίμετρο: Αριστέα Τσάντζου
σ.σ. Ανθολόγιο σύγχρονης γαλλικής ποίησης από τον Alexandre Mexis


(I)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΧΕΥΕΙ ΤΑ ΤΕΙΧΗ
το κεφάλι μου στηρίζω στα δέντρα νιώθω τα δάχτυλά μου σαν ανθισμένα κλαδιά
και το ποτήρι μου υψώνω στους γοφούς αυτού του φοίνικα με πάθος

επιστρέφω στα σκαλοπάτια της παιδικής ηλικίας με κομμένη την ανάσα χάνομαι στις μυρωδιές τρεκλίζω

για ένα τσούρμο φαγοπότι στρώθηκε στον φράκτη το τραπέζι

τσίχλες από  κυνήγι πρόσφατο με μάτια  στικτά μαύρες ελιές
αρκεί ο ήλιος από το μπαλκόνι για να λάμψει η σάρκα υπό τη δράση του θυμαριού

με μεθυσμένη βουλιμία όλα θα φαγωθούν
μοιραία το έλαιο  θα υποχωρήσει πριν προσφερθεί για την γιορτή
στο μπαλκόνι του ήλιου

του ύπνου

το κεφάλι μου στηρίζω στα δέντρα  ενθυμούμαι και γνέφω

—“Στην απουσία γίνονται” (2021)


LA MORT CICATRISE LES MURS
ma tête posée sur les arbres je sens mes doigts comme branches en floraisons
et mon verre est premier sur les hanches de ce palmier en passion

je reviens vers les escaliers ceux de l’enfance le souffle arasé je m’en vais dans les senteurs tituber

pour une cuisine de turbulences la table est mise en espalier

des grives récemment chassées dont les yeux sont constellés d’olives noires
il faudra bien que le soleil du balcon fasse éclater la chair sous la pression du thym

dans la gourmandise ivre se mâchera la colline
sentencieuse l’huile cédera pourtant quand elle sera installée pour la fête
sur le balcon du soleil

du sommeil

ma tête sur les arbres posée je me souviens et j’acquiesce

—Publication originale en français: “à défaut de se faire”, Marseille,
éditions Jas sauvages, collection «Alter», 2021


(II)
ORMAI ORMEA [1]
ο ύπνος μου πλέον εγκαθίσταται στη λαμαρίνα των οχημάτων και στο άλγος των οστών μου
στον πανικό των σπασμών και των φραγμένων βρόγχων ήρθε η ώρα να κλείσω τις βαλίτσες
και ν’ αναχωρήσω για κορυφές λεβάντες και γάργαρα με πέστροφες νερά.
η ώχρα της πόλης γίνεται σκόνη αποπνικτική
ακόμα κι η θάλασσα δεν είναι αρκετή πια
προς το Ποδεμόντιο  πρέπει να επιστρέψω με τα σανδάλια των προγόνων που πηγαινοέρχονταν κάτω από
τον σταυρό του στάβλου.

*

τα σεντόνια που ανεμίζουν στα σχοινιά τους είναι σαν το ανάγλυφο των γύρω λιβαδιών
αποκαλύπτουν μια άμωμη θλίψη
η μητέρα είναι εκεί
πλέκει όπως οι Μοίρες όχι για τον θάνατο αλλά για τον χειμώνα
διασχίζει με ταπεινοφροσύνη αυτές τις εποχές σκληρές από ακατανόητες Βαβέλ
ξένες από τότε που όμως με τις κινήσεις της σταδιακά ανακτήθηκαν

*

Καθώς έγραφε το παιδί έπεσε από τον σταυρό του χωρίς ανάσα με τους ώμους κυρτούς στο κοίλο της νύχτας
αύριο θα είναι όμως μια μέρα ζωής κοντά σε λουλούδια και σε ποτάμια
με την αγάπη της κάθε μάνα είναι μητέρα του Θεού
δεμένη όπως είναι από τα σωθικά της με την πέτρα στα στάρια των κορυφών
σε περιοχές ειρήνης

*

στην αφθονία των ετών που συνεχώς διαμορφώνονται
εκπληρώνεται η χαρά της ύπαρξης
μετά το πέρασμα από τον θάνατο
από την σκοτεινή κοιλάδα

παραδίδεται τότε η γέφυρα που οδηγεί στο πλεόνασμα του δώρου
κι όμως ίσα που ακούγεται σε ένα μονοπάτι όπου κάθε βήμα είναι δοξάρι που τρίζει
νικητής

το μέλι προκύπτει από τη συνεισφορά των  λουλουδιών στην οδύνη που αναδύεται  δεν υφίσταται  σκουριά που να μπορεί να το αλλοιώσει

καρτερικά η μητέρα θα φροντίσει τα στεγνά σεντόνια και
ως πέταλα να καλύψει τα αγαπημένα σώματα στα σταυροδρόμια που
κατεβαίνουν

—“Στην απουσία γίνονται” (2021)


ORMAI ORMEA [2]
mon sommeil désormais s’installe sur la tôle des voitures et dans la douleur de mes os
dans l’affolement des spasmes et des bronches bloquées il est temps de boucler les valises
et de partir vers des sommets lavandes et de truites lavandières
l’ocre de la ville devient poussière suffocante
la mer même ne suffit plus
vers le Piémont il faut retourner avec les sandales des ancêtres qui allaient et venaient sous
le crucifix de l’étable

*

les draps qui flottent sur leurs cordes sont comme scarifications des prés environnants
révélateurs d’un immaculé déchirement
la mère est là
tricotant comme la Parque non pour la mort mais pour l’hiver
elle va traversant de son humilité ces temps âpres de Babels incomprises
étrangères de ces temps pourtant par les gestes progressivement reconquis

*

en train d’écrire l’enfant est tombé de sa croix sans souffle aux épaules voûtées au creux de la nuit

demain sera pourtant un jour de vie de près de fleurs et de fleuves
par son amour toute mère est mère de Dieu
liée qu’elle est par ses entrailles à la pierre aux blés des sommets
aux aires de paix

*

dans le parrainage des ans toujours remodelés
s’accomplit la joie d’être
aprés la traversée de la mort
de la vallée obscure

se livre alors le pont qui mène à l’excès du don
néanmoins à peine murmuré sur un chemin où chaque pas est à l’archet frotté
conquis

le miel se produit comme un partage des fleurs dans la douleur découverte il n’est pas de rouille qui pourra l’entamer

patiemment la mère pourra s’occuper des draps séchés et
comme pétales en recouvrir les corps aimés de routes croix
descendus

—Publication originale en français: “à défaut de se faire”, Marseille,
éditions Jas sauvages, collection «Alter», 2021


(III)
ΠΟΥΘΕΝΑ
Ορίστε αυτό που θα μπορούσε να είναι το δικό μας σκηνικό συρμοί βαγονιών που περιπλανιούνται προς αυτούς τους τέσσερις πύργους αποτυχημένης κυκλοφορίας

τα πρόσωπα φεύγουν για να ερευνήσουν με αγωνία το άγαλμά τους τα τακούνια ενός μανεκέν πιθανώς γυμνού κροταλίζουν στα πεζοδρόμια του ουρανού

από το παράθυρο του δωματίου μας σκύβεις και ακούς τα γαβγίσματα του κενού

φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά όμορφες μέρες
όταν η ζωή πέφτει έτσι απ’ το σώμα μας σαν βρόμικα ρούχα

—“Δεκάπολις” (2002)


NULLE PART
voici ce qui pourrait être un décor le nôtre des convois ferroviaires errant de nouveau vers
ces quatre tours de commerces faillis

les visages s’en vont scruter leur statue d’inquiétude les talons d’un mannequin sans doute
dépouillé claquent sur les trottoirs du ciel

de la fenêtre de notre chambre tu te penches et tu écoutes les aboiements du vide

je crains qu’il n’y ait plus jamais de beaux jours
quand la vie tombe ainsi de nos corps comme vêtements sales

— Publication originale en français: “Décapole”, Coaraze,
L’ Amourier éditions, collection «D’Aventures», 2002

Ο Yves Ughes γεννήθηκε στη Νίκαια Γαλλίας. Γιος Ιταλού μετανάστη, συμφιλιώθηκε με τη γαλλική γλώσσα στο γυμνάσιο μέσω της ποίησης. Σπούδασε φιλολογία, έγινε καθηγητής και συνέχισε, σε όλη του τη ζωή, να εργάζεται για την υπεράσπιση της ποίησης, τόσο μέσω της κοινωνικής ζωής όσο και της προσωπικής δράσης. Είναι συγγραφέας 5 ποιητικών συλλογών (από τις εκδόσεις L’Amourier Éditions, Cinq Sens Éditions και Éditions du Jas Sauvages) και συμμετείχε σε δεκαπέντε ποιητικές ανθολογίες. Γράφει αναζητώντας «το δικό του καθήκον αισιοδοξίας».
Η ποιητική τέχνη του Yves Ughes αποτυπώνεται σαν εικαστική ακουαρέλα, με την κάθε λέξη να βάφει με το χρώμα της τις διπλανές, τόσο ηχητικά όσο και σημασιολογικά, δημιουργώντας ολοένα νέους συνειρμούς και πρωτότυπες αντιθέσεις. Ένα επίμονο και αισιόδοξο συναίσθημα αναδύεται μέσα από τους στίχους τους: την χαρά του να είσαι και να υπάρχεις στον κόσμο, σύμφωνα με την επικούρεια φιλοσοφία. Κόσμος, στην ποίηση του Yves Ughes είναι η φύση και ο άνθρωπος με κυρίαρχη μορφή αλληλεπίδρασης εκείνη της μητέρας, που ενσαρκώνει, ανάμεσα σε άλλα, το συναίσθημα της αφοσίωσης, της ταπεινότητας και της εσωτερικής δύναμης. Η Ιταλία των παιδικών χρόνων, με τα φυσικά ή ιστορικά τοπία, γίνεται τόπος αναζήτησης της ομορφιάς και της ελευθερίας και προτείνονται ως πηγή ευτυχίας και πνευματικότητας. Η ποίηση του  Yves Ughes συνενώνει με τέχνη την φρεσκάδα της νιότης και την σοφία της ωριμότητας.

Η Αριστέα Τσάντζου είναι Ειδικός επιστήμονας Θεωρίας της Λογοτεχνίας, Γαλλικής ποίησης 20ου αιώνα.

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε