Νίκος Παχός | Μνήμη δίχως μνήμες

Επιμέλεια δημοσίευσης: Πασχάλης Κατσίκας


Το βασίλειο της Ληθάνθης δεν είχε χώρο πλέον γι’ αυτόν. Φόρεσε τα σανδάλια του, πήρε ένα δισάκι με λίγο φαγητό, ζώθηκε το μαχαίρι του που ούτε καν ήξερε να χρησιμοποιεί και κίνησε για το μεγάλο ταξίδι. «Που πας καλέ Κτησιφών;», τον ρώτησε βαριεστημένα ο μισοκοιμισμένος φρουρός της πύλης. «Πάω να βρω τον πατέρα μου τον Λαθιγένη που έβγαλε τα άλογα να τα γυμνάσει». «Δεν ξέρεις την απαγόρευση, κανείς να μην ξεμυτάει από τα τείχη;» «Έχω βούλευμα του βασιλιά, ειδική άδεια», ανταπάντησε αυτός και του κούνησε στα μούτρα τον πάπυρο που του είχαν δώσει νωρίτερα. Απόρησε ο φρουρός, αλλά δεν μπορούσε να πάει κόντρα στον λόγο του βασιλιά, τον άφησε, λοιπόν, να βγει.

Το παιδί έσφιξε με απέχθεια τον πάπυρο στην γροθιά του και ανακουφισμένο έτρεξε έξω. «Έι Κτησιφών, δεν πάει κατά ‘κει ο πατέρας σου», φώναξε ο φρουρός, μα ο μικρός έβαλε όλη του την ταχύτητα και χάθηκε από την ματιά του στρατιώτη χωρίς αυτός ο δεύτερος να πάρει χαμπάρι το πότε. Όταν είχε φύγει αρκετά μακριά, έκανε να πετάξει τον τρισκατάρατο πάπυρο, αλλά κοντοστάθηκε. Ίσως του φαινόταν χρήσιμος παρακάτω, αν συναντούσε τίποτε κολίγους. Εντυπωσιάζονται οι αδαείς από τα γράμματα σκέφτηκε πονηρά, έσφιξε την καρδιά του και το κράτησε το γραπτό το κείμενο.

Περπατούσε μες στο δάσος και μονολογούσε «Πού θα πάει; Θα βρω νέο βασίλειο, να μην έχουν φτάσει τα γράμματα. Άκουσα τον μεγάλο μαγίστρο να λέει ότι στην διπλανή Ιηλία, ούτε που ξέρουν απ’ αυτά, ίσως εκεί με καλοδεχθούν» και ονειρευόταν πλήθη να συρρέουν για να τον ακούν να απαγγέλει Όμηρο και να θαυμάζουν το μνημονικό του, που του επέτρεπε να ξεχύνονται από το στόμα του οι στίχοι από τα μυθικά έπη, με όποια σειρά και όποια μορφή επιθυμούσε. Του άρεσε να προσαρμόζει την απαγγελία στο ακροατήριό του, αγαπούσε να κρατά μία προκαθορισμένη γραμμή, αλλά με μικροτροποποιήσεις ανάλογα με τις αντιδράσεις από κάτω. Βέβαια αν εξαιρέσεις τις πρόβες στο παλάτι με τους άλλους μαθητευόμενους, καθώς και με την οικογένειά του, δεν είχε βγει ακόμα σε μεγάλο κοινό, όπως ο θείος του ο Κίμωνας, μα ένιωθε την τέχνη του μέσα του αρκετά ωριμασμένη.

Τον είχαν προσέξει από νωρίς στον οικογενειακό περίγυρο. Μίλησε πολύ πρώιμα, αποστήθιζε φράσεις πιο εύκολα από τα άλλα παιδιά, και λάτρευε να κρυφακούει τους σκλάβους στα νυχτέρια τους να διασκεδάζουν με ιστορίες για άγριους τόπους με ζώα περίεργα και θεούς τιμωρητικούς. Την άλλη μέρα αράδιαζε τις ιστορίες αυτολεξεί στην μάνα του και τον πατέρα, κι αυτοί γελούσαν αποκαλώντας τον σκλαβάκι. Μια μέρα η Ιόλη η μητέρα του πήρε τον Λαθιγένη απόμερα «ο μικρός πήρε το ταλέντο του άσωτου του αδερφού μου του Κίμωνα, που σέρνεται από πόλη σε πόλη, και βασίλειο σε βασίλειο να απαγγείλει Ιλιάδα και Οδύσσεια», του είπε. Αν τον έβαζαν στο παλάτι, να μάθει την τέχνη της απαγγελίας, να διασκεδάζει τον βασιλιά και την αυλή του στις γιορτές, θα του εξασφάλιζαν το μέλλον του και ένα μέλλον βασιλικής εύνοιας για τους ίδιους -πρότεινε. Κι έτσι τον έστειλαν, αφού πρώτα τον δοκίμασαν δάσκαλοι διαλεχτοί, να γίνει ραψωδός.

Προχωρούσε στο δάσος και στο μυαλό του έφερνε στίχους από τα έπη, για να μην τρομάζει με τον κάθε μικρό και μεγάλο παράξενο ήχο που έκανε το φυλλοκάρδι του να τρέμει. Είχε ξαναπεράσει από εκεί με τον πατέρα του, το δάσος δεν ήταν μεγάλο, γρήγορα θα έβγαινε στην ξέρα. Η Ληθάνθη είχε μολυνθεί από τα γράμματα, δεν ήταν μέρος πια γι’ αυτόν και την τέχνη του. Αυτό τον έσπρωχνε μπροστά, παρά τους δισταγμούς του μες στο ανήλιαγο δεντρομάνι.  Ήταν το καμάρι των δασκάλων του, τέτοιο μνημονικό δεν είχαν ξανασυναντήσει. Δεν θα άφηνε τον εαυτό του να τον χαλάσει η γραφή. Κι αυτόν τον πάπυρο αν τον κρατούσε ήταν για ώρα ανάγκης, μόνο αηδία του έφερνε αυτή η διαολεμένη εφεύρεση, που θα τα έκανε τάχαμου όλα εύκολα, κι οι άνθρωποι θα έχαναν την μνήμη τους γιατί θα τα είχαν όλα γραφτά.

Μ’ αυτές τις ανησυχίες τραβούσε και τραβούσε μπροστά και όλο νόμιζε ότι έβγαινε στο φως, κι όλο το φως απομακρυνόταν. Κι είδε πολλά ώσπου να βγει στην ξέρα ο Κτησιφών. Είδε τον Οδυσσέα στο κατάρτι, και τους συντρόφους του γουρούνια. Είδε την Πηνελόπη να γνέθει, μνηστήρες σκοτωμένους, τον Αχιλλέα λαβωμένο να ψυχορραγεί, ένα τεράστιο άλογο γεμάτο άνδρες αρματωμένους. Είδε και τον βασιλιά, όταν είχε κρυφτεί πίσω από μια κολώνα και κρυφάκουγε, να λέει ότι δεν τους έχει ανάγκη τους ραψωδούς και οι εκπαιδευόμενοι έπρεπε να μάθουνε γραφή κι ανάγνωση για να απαγγέλουν μέσα από παπύρους. Τέτοιος ήταν κι αυτός που  κουβαλούσε μαζί του, ήταν ο πρώτος που του έδωσαν, να μάθει να αναγνωρίζει αυτά τα ανίερα σημάδια που λένε ότι κρύβουν μέσα τους όλους τους στίχους του Ομήρου κι όλη την γνώση.

Μα αυτός είχε ονειρευτεί πλήθη να συρρέουν και να τον ραίνουν με άνθη, αυτόν τον πιο μεγαλομνήμονα του βασιλείου, που στο μυαλό του χωρούσαν χιλιάδες λέξεις κι άλλες τόσες, και ιστορίες, και στίχοι, και προτάσεις, και μύθοι, και όλη η γνώση του βασιλείου. Όλες τις λέξεις και τις αφηγήσεις του κόσμου αυτός μπορούσε να τις χωρέσει στο κεφάλι του. Δεν έκανε του κεφαλιού του, είχε χρέος απέναντι στο τάλαντό του, κι απέναντι στον συνάνθρωπο.

Και κεραυνός τον χτύπησε όταν άκουσε ότι οι ραψωδοί δεν χρειάζονται πια, γιατί ο καθένας θα μπορεί να διαβάζει μόνος του. Και άναψε και κοκκίνησε, και άστραψε κι έχασε την γη κάτω απ’ τα πόδια του. Αυτό τον τράβαγε μπροστά. Και βγήκε από το δάσος, με λίγες μόνο αμυχές από τ’ αγκάθια. Και πέρασε στην ξέρα που δεν την είχε πατήσει ως τότε. Και άκουγε τον Όμηρο να του μιλά και να τον στέλνει στην Ιηλία και τ’ άλλα βασίλεια, στον κόσμο ολάκερο να διδάξει το λόγο του και να τους αποτρέψει απ’ το να πάρουν τα άτιμα τα γράμματα.

Τραβούσε μπροστά έχοντας στους ώμους του χιλιάδες ποιητές και χιλιάδες ραψωδούς, και χιλιάδες χρόνια χωρίς γραφή. Και τότε η ξέρα τέλειωσε. Και χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει σε γκρεμό απόκρημνο. Το μόνο που του απέμεινε, έπιασε τον πάπυρο τον έκανε χίλια κομμάτια και τον πέταξε στην άβυσσο. Κι άρχισε να απαγγέλει τα έπη του μεγάλου δασκάλου. Και η φωνή του αντιλαλούσε, και χτύπαγε και γύριζε πίσω και γινόταν πιο δυνατή. Κι εξακτινωνόταν στον ουρανό, και ταρακουνούσε τον ήλιο και τ’ αστέρια, τόσο που η γης σειόταν, και σκοτάδι έπεφτε, και ρωγμές άνοιγαν γύρω του έτοιμες να τον καταπιούν. Μ’ αυτός επέμενε και συνέχιζε, και φούσκωναν τα στήθη του και έφτυνε τις λέξεις με τέτοιο σθένος που τον άκουσαν μέχρι την Ληθάνθη, και την Ιηλία, και όλα τα γνωστά κι άγνωστα βασίλεια. Και μέχρι σήμερα λένε αν βγεις πιο έξω από τον πολιτισμό, σε ξέρες, σε βράχους απόκρημνους, πάνω από αβύσσους, μες στο βαθύ το δάσος, μπορείς να την ακούσεις την φωνή του και τότε γεύεσαι μια μνήμη δίχως μνήμες, την προαιώνια μνήμη της ανθρωπότητας.

Artwork: © Clovis Cazes (1883-1918) | Le Rhapsode (1913) @ Μusée des Jacobins

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε