Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου | Γκετίρ καφέ μου, Ντέσποινα!

Επιμέλεια δημοσίευσης: Πασχάλης Κατσίκας


Κάθε απόγευμα καλοκαιριού, να βράζει ο τόπος, η γιαγιά Βαρβάρα έβγαινε από το διώροφο σπίτι του εποικισμού στην προσφυγική γειτονιά της. Με τα μαύρα σαλβάρια της, ολόμαυρη απ’ την κορφή ως τα νύχια, δίπλωνε το μικροσκοπικό της σώμα αργά-αργά και καθόταν οκλαδόν, κατάχαμα στο ζεστό πεζοδρόμιο. Μια μαύρη μπάλα ήταν, έτοιμη να κατρακυλήσει απέναντι. Έτσι κοντούλα, μικροκαμωμένη, ρυτιδωμένη ως το κόκαλο, στογγυλοκαθόταν  πάνω στο τσιμέντο που άχνιζε κι έστριβε το τσιγάρο της. Έβγαζε κάτω απ’ τη μαύρη βράκα της τον καπνό και το λεπτό χαρτάκι, το γέμιζε, σάλιωνε αργά  και με περίσκεψη την άκρη του χαρτιού για να κολλήσουν οι άκρες του, το έφερνε στα σουφρωμένα χείλη της, το άναβε και ρουφούσε τον καπνό του αρειμανίως, ονειρευόμενη την πατρίδα.

 Καμιά φορά φυσούσε ένα ψευτοαεράκι κι έφερνε τον καπνό της πάνω μας, γνήσιος μπασμάς της περιοχής, διαβολεμένη  η μυρωδιά, γλυκιά. Φυσούσε και το τσεμπεράκι της το μαύρο κι έβαζε το χέρι της στο πλάι, δίπλα στον αριστερό της κρόταφο για να το προφυλάξει απ’ τη φυγή. Το άφηνε εκεί. Ακουμπισμένος ο αγκώνας στο γόνατο στήριζε το χέρι και το αρχαίο κεφάλι της.

—Η γιαγιά Βαρβάρα καπνίζει! Ψου, ψου, χα, χα, εμείς τα παιδιά. Καπνίζουν οι γιαγιάδες ρε;

Περίεργο μας φαινόταν το γεγονός στη γειτονιά. Άκουγε αυτή καμιά φορά, αγρίευε, τραβούσε έναν εξάψαλμο στα τουρκικά.
Ύστερα γύριζε τα μάτια πίσω προς τη μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού, έβγαζε μια στριγκιά φωνή, μάγισσας λες , και πρόσταζε αυταρχικά στη νύφη της που γυρόφερνε μέσα στο σπίτι:

—Γκετίρ καφέ μου, Ντέσποινα!

 Η Δέσποινα χοντρή, καλοζυγισμένη, λίγο τραμπάλιζε περπατώντας, έβγαινε με το μπακιρένιο δισκάκι που φιλοξενούσε τον τσεσβέ και το λευκό πορσελάνινο φλιτζάνι του καφέ, το άφηνε κάτω, σετ μικρασιάτικο που το φέρανε απ’ τη μακρινή τους πια πατρίδα, το ’22 με την καταστροφή, άδειαζε τον καφέ αργά-αργά στο φλιτζάνι, να μη  χαθεί το καϊμάκι του και της το πρόσφερε.

 Άχνα αυτή, ευχαριστώ και τέτοια δεν είχε. Κάπνιζε και ρουφούσε σφυριχτά τον καφέ να την ακούει όλη η γειτονιά. Ενενήντα κοντά, διπλωμένος ο χρόνος πάνω της, συρρικνωμένος σ’ όλα τα μπουμπούκια που άνθιζαν κάποτε μέσα της, αδύναμη τώρα, και να τρεμουλιάζει το χέρι κρατώντας τον ζεστό καφέ και να διαλύεται το παχύ καϊμάκι κι η ομορφιά, και η πατρίδα να μην ξανάρχεται έτσι όπως ήταν διαλυμένη!

Τι να σκεφτόταν άραγε το φορτωμένο της κεφάλι; Βάραινε και έγερνε προς τα κάτω κι άδειαζε πότε- πότε λίγες λέξεις για παρηγοριά και ξελάφρωμα, θα ξαναβρεθούμε γιαβρούμ, ψιθύριζε και χάιδευε το τσιμέντο, νομίζοντας θάλασσα, μια θάλασσα καράβια έβλεπε να πλέουν και να ‘ρχονται από τη Ραιδεστό, τη Σμύρνη, τα Μουδανιά, την Προύσα, και ζωντανοί και πεθαμένοι στα μάτια της σκιές περνούσαν και χαμογελούσε μόνη της, κανένας δίπλα, κι έλεγε κι έλεγε, τόσοι μπροστά της, πλήθος μπροστά της και τους περίμενε.

Σουρούπωνε πάντα ώσπου να πιεί τον καφέ και να ονειρευθεί, κι έτρεμε το δεξί της χέρι πέρα – δώθε αργά μαζί με το μικρό λευκό φλιτζάνι της, και μια καφέ, μια τσιγάρο, ανέβαιναν οι καπνοί κι η άχνα και την τριγύριζαν, μισόσβηναν λιγάκι το μαύρο χρώμα της, ώσπου να καταπιεί την τελευταία της γουλιά.

Έτσι γινόταν κάθε απόγευμα και κάθε σούρουπο καλοκαιριού. Κανάκευαν τη γριά, μια η Δέσποινα, μια ο γερο-Σωκράτης ο αδελφός της, που έβγαινε κουτσαίνοντας κι αυτός μόλις σκοτείνιαζε και την τραβούσε να σηκωθεί, την έπιανε απ’ τις μασχάλες, πριν να προλάβει να καπακώσει ανάποδα το φλιτζάνι της για να διαβάσει της μοίρας τα γραμμένα και τους αδέκαστους χρησμούς μέσα στα στεγνωμένα σχήματα του καφέ.

Ματαίως όμως και αργά! Κάθε φορά προλάβαινε κι έκρυβε μέσα  στη φούχτα της το αναποδογυρισμένο φλιτζάνι με τα κατακάθια του καφέ και το κοίταγε κρυφά, πριν να προλάβουν να τη σύρουν μέσα βιαστικά και κάθε φορά τι κλάμα, τι θρήνος κι οδυρμός για τα ζωγραφισμένα εκεί κεφαλάκια των παιδιών της  που χάθηκαν τότε στον ξεριζωμό, στις βουλιαγμένες βάρκες  της φυγής τους και στο μαύρο ριζικό της ταραγμένης θάλασσας.

Γκετίρ (τουρκ.): φέρε
Τσεσβές (τουρκ.): μπρίκι του καφέ

Η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου, είναι ποιήτρια και συγγραφέας.

Artwork: Σάκης Βαβαλίδης | Refugees in Greece, Τιμητική διάκριση στον διεθνή διαγωνισμό φωτογραφίας I.P.A.(International Photo Awards) ,USA, 2020.

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε