Αριστέα Τσάντζου [Αναφορά στην Ελένη Βακαλό]

Στους ποιητικούς ορίζοντες της Ελένη Βακαλό | Το άλλο του πράγματος

Ανά χείρας «Το άλλο του πράγματος», η συλλογή ποιημάτων της Ελένης Βακαλό· κι ενώ βλέπουμε το εξώφυλλο, διαπιστώνουμε την ίδια στιγμή ότι δεν μπορούμε να βλέπουμε το οπισθόφυλλο· αν και γνωρίζουμε ότι υπάρχει. Το αντικείμενο/βιβλίο, όπως και να σταθούμε, απ’όπου και να το κοιτάξουμε, έχει πάντα μια αθέατη πλευρά· κρυμμένη από το βλέμμα. Το ίδιο συμβαίνει και στα ποιήματα της Βακαλό· φαίνεται να ελκύονται από την αθέατη πλευρά του κόσμου, αναδεικνύοντας την «αλλότητά» τους, όπως στον Husserl «η ανάποδη πλευρά των πραγμάτων», το διαρκές πέρασμα από το «πράγμα», στο «άλλο».

Η έννοια της δομής του Ορίζοντα στη σύγχρονη σκέψη από τον Husserl και μετά, βοηθά να μελετήσουμε τη δομή των ποιημάτων και να οδηγηθούμε σε τμηματική κατανόηση, μερική ερμηνεία, αφού όπως διαφαίνεται μέσα από τους στίχους είναι αδύνατο να έχουμε μια σφαιρική και ολική αντίληψη του κόσμου ή του ανθρώπου. Ορίζοντας, στη σύγχρονη φιλοσοφία είναι ό,τι συναντά το βλέμμα: τοπίο ή αντικείμενο. Πέρα από αυτό το ορατό σημείο υπάρχει: το μη ορατό· το μη αντιληπτό. Η γραφή γίνεται το μέσο για την κατανόηση της αθέατης πλευράς του κόσμου, η λέξη γίνεται μεσολαβητής ανάμεσα στο αντικείμενο και στο υποκείμενο. Εκφράζει από την μία την ευαισθησία του ποιητή, από την άλλη τις ιδιότητες των πραγμάτων.

Το σχήμα του δάσους έχει
Το σχήμα μιας μέδουσας
Που την πιάνεις στα χέρια σου και γλυστράει
Όταν τη βγάλει έξω
Το κύμα

(Το Δάσος)

Το ποιητικό εγώ δεν μπορεί να αντιληφθεί την ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου αλλά μέρος της. Το «δάσος» παρουσιάζεται στην ποιητική συνείδηση σα να βρίσκεται κοντά. Τη στιγμή όμως που το αντικείμενο αποκαλύπτεται που φανερώνει τον εσωτερικό του κόσμο αμέσως εξαφανίζεται, ανοίγοντας νέο ορίζοντα. Το «κύμα» βγάζει τη «μέδουσα», και αυτή βλέπουμε· όχι τον βυθό/δάσος. Ο κόσμος αναδεικνύεται συνεχώς ως «άλλος» σε σχέση με αυτόν που πιστεύουμε: «Σαν Να μην είσαι Στο δάσος», θα πει σε άλλο στίχο ή «Το δάσος είναι όπως οι νύχτες μου». Το «δάσος» γίνεται «νύχτα», ασυνείδητο. Υπάρχει και «σαλεύει» αλλά δεν «ανοίγει αμμουδιές», δεν φανερώνει:

Αυτό γίνεται ίσως
Γιατί
Σαλεύει [η μέδουσα]
Χωρίς
Ν’ ανοίγει αμμουδιές
Που είναι άσπρες
Και
Γυαλίζουν οι φρέσκες
Ενώ οι άλλες
Ολάσπρες
Θα βρείς και κόκαλα από πνιγμένους

Η «αμμουδιά», εμποδίζει τη θέαση αλλά ανοίγει τον ορίζοντα για το παρελθόν. «Θα βρείς και κόκαλα από πνιγμένους». Όπως με τον χώρο, έτσι στον χρόνο. Τη στιγμή που εστιάζεις ένα σημείο στο παρελθόν· ένας νέος χρονικός ορίζοντας ανοίγεται. Οι «πνιγμένοι» (παρελθόν) θα γίνουν «κόκαλα» (μέλλον), οι «ετοιμοθάνατοι» (παρελθόν) θα γίνουν «λησμονημένοι νεκροί» (μέλλον). Το ποιητικό εγώ περιπλανιέται, από το εδώ και τώρα, σε διαδοχικούς ορίζοντες στο παρελθόν. Στο «δάσος» της μνήμης, η ανάμνηση δεν «υποτάσσεται» όπως το σκυλί:

[…]
προσθέτω στις αναμνήσεις μου πως είχα κάποτε ένα σκυλί.
Σκεφτόμουνα πως δε θα ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί.
Έτσι όπως τα χτυπάς και υποτάζονται.
Είναι αρκετός καιρός.

(Εξομολόγηση)

Η ψυχή σχηματοποιείται από τις σχέσεις της με τα αντικείμενα, τις ταυτίσεις, αλλά και με την επίδραση της ίδιας της λέξης. Το ποιητικό εγώ επιλέγει τις φόρμες/αντικείμενα που το εκφράζουν και αυτά την μετασχηματίζουν, την αλλάζουν με τη σειρά τους: «ξημερώνοντας Δεν είναι Καθόλου οι ίδιες» («Το Δάσος»). Το ασυνείδητο μετασχηματίζει το συνειδητό, η εμπειρία της γραφής γίνεται βίωμα, εμπειρία και αλλάζει την ποιήτρια, την αντίληψή της για τον κόσμο. Η φαντασία γίνεται εργαλείο κατανόησης του πραγματικού κόσμου.

Ο ορίζοντας γίνεται σύμβολο της ύπαρξης, του Όντος και της αλλότητας. Το «γυάλινο μάτι» («Το μάτι του πατέρα μου»), ο πατέρας, το φροϋδικό «σκοτεινό αντικείμενο της επιθυμίας» προβάλεται στον ορίζοντα (όπως το «χαμόγελο της μητέρας», ibid). «Βλέπω σημαίνει απόσταση» αλλά και «επιθυμία». Τα «πολλά γυάλινα μάτια» (ibid), υδάτινο σύμβολο της φαντασίας, υποδηλώνουν τις πολλαπλές όψεις της προσωπικότητας («η μητέρα διάλεγε», ibid). Το ίδιο συμβαίνει όταν αναφέρεται στη δική της αλλότητα. «Νύχτα προδίνουν οι άνθρωποι τους άλλους» (Το Δάσος): στο ασυνείδητο φανερώνονται οι άγνωστες πλευρές του εαυτού μας. Άγνωστες καθώς ξαφνιάζουν, ανατρέπουν, «προδίδουν» το γνωστό. Υπάρχει πάντα κάτι άγνωστο μέσα μας, κρυμμένο.

Στο ποίημα «Οι αστροναύτες στα χόρτα του κήπου», επικαλλείται την εθνική και γλωσσική αλλότητα («Πακιστάν») για να την αντιπαραβάλλει με κάτι «άλλο» κοινό. Οι άνθρωποι, είναι ίδιοι γιατί είναι διαφορετικοί :

Φτάνοντας ξένοι και οι δυο σε ξένη για μας χώρα, γνώρισα από το Πακιστάν το φίλο μου που έγραφε στη χώρα του ιστορίες

Στις Παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας θα προσδιορίσει την ταυτότητά της, για να τη δηλώσει ως «άλλη» αμέσως μετά:

Περπατώ περπατώ
Η κυρά Ροδαλίνα κι εγώ 
Εγώ είμαι η Ροδαλίνα
Αλλά η κυρά Ροδαλίνα δεν είναι εγώ.

(Αντικριστό)

Το ποιητικό εγώ είναι μέρος του εγώ· αλλά το εγώ τής δημιουργού δεν εξαντλείται στη Ροδαλίνα. Ο αναγνώστης θα δει μία πλευρά της ποιήτριας, αυτήν που φανερώνει με την γραφή· τα υπόλοιπα θα παραμείνουν στο σκοτάδι, στην αθέατη πλευρά.

Ελένη λοιπόν
Σε λένε
Σελάνα που μόνη πλανιέται
Εκείνη
Και συ
Που κάθεσαι μόνη
Ελένη
Ακούς;

(Οι αστροναύτες στα χόρτα του κήπου)

«Σε λένε», «πλανιέσαι», «κάθεσαι», «ακούς». Οι πολλαπλές ιδιότητες της ποιήτριας: ονοματίζει/φτιάχνει δημιουργεί τον κόσμο («ην αρχή ην ο λόγος»), ερευνά, αναζητά, έπειτα γράφει. Η περιπλάνηση μέσα από την γραφή. Έπειτα θα ακούσει τον αναγνώστη. Το ερωτηματικό στο «ακούς;» φανερώνει την αγωνία για την απήχηση της γραφής της. Το ποίημα ανοίγει ορίζοντα στο μέλλον. Στην αποδοχή του έργου: «όπως είπαν, στα λόγια μου να έρχεσαι» (ibid). Αλλά μαζί φανερώνει και τη δυσκολία στην αποδοχή της γραφής της. Το ίδιο και η αλληγορία με το ρήμα παίζω «Δεν την παίζουνε οι φίλες της» (ibid). Η ίδια θα πει για την γραφή της:

Αν καμωνόμουνα τόσον καιρό πως έγραφα ποιήματα
ήταν μονάχα για να μπορέσω να πω για το δάσος.

(Το δάσος)

Γιατί στο δάσος βουλιάζει κανείς
Μόνο για να μπορέσω
Από κάπου να βγω

(-Στιγμή μεγάλης αναπνοής-)

(Εξομολόγηση)

Η ποίηση της Βακαλό δεν αναδιπλώνεται στην ίδια την γραφή. Αναφέρεται διαρκώς σε κάτι άλλο το οποίο βρίσκεται έξω από το κείμενο, έξω από το ποίημα, τον στίχο. Αλλά από αυτό το έξω τρέφεται, σχηματίζεται, αναδιαμορφώνεται. Το ορατό και το αόρατο ενυπάρχουν όπως παιδικό «κούκου-τζα», στο παιχνίδι της παρουσίας – απουσίας (το φροϋδικό fort/da, εδώ/εκεί).

Ο λόγος ψάχνει την πιο κοινή γραφή όλων· «την παιδική». Η γραφή μόνη της ανατρέχει στο παρελθόν του παιδιού/ποιήτριας: «Παιδική γλώσσα που έχομε όλοι αυτήν σου μιλώ» («Οι αστροναύτες στα χόρτα του κήπου»).

«Φεγγάρι, τους είπα /Να πουν/ Και όταν το είπαν/ Φεγγάρι, τους είπα /Πως είμαι […]» (ibid): Ο λόγος είναι πράξη. «Είπε φως και εγένετο φως», διαβάζουμε στη δημιουργία του κόσμου. Ο Θεός είναι ο «ποιητής όλων». Η ποιήτρια είναι «φεγγάρι», είναι «Η Γυναίκα που Έφερε τ’ Άστρα», η γυναίκα που καταλαβαίνει «πόσο δύσκολο είναι ο άνθρωπος να ονομάσει τ’ αληθινά». Αυτό το αληθινό που εξωτερικεύει με πόνο, κάνει την ποίησή της «εξομολόγηση», μια ομολογία προς τα έξω, προς τους άλλους. Είναι κάτι περισσότερο από «προσπάθεια ποιητική» και επιφέρει πόνο:

Η εξομολόγησή μου για πρώτη φορά
Ας γραφεί με το αληθινό όνομα της
Ε ξ ο μ ο λ ό γ η σ η
Και όχι καθόλου προσπάθεια ποιητική
Αφού έτσι πρέπει
Να πονέσω
Ακόμα πιο πολύ

Ο πόνος, η προσπάθεια ανταμοίβεται: «Στο τέλος τον είδα μια μέρα» (Το μάτι του πατέρα μου).

«Τώρα να δεις, και άλλα ακόμη θα πλέξω μ’ αυτά» (Οι αστροναύτες στα χόρτα του κήπου). Υφαντό, είναι το ποίημα, η ποιήτρια μια αράχνη που υφαίνει τον μίτο της δημιουργίας. Ο χρονικός ορίζοντας ανοίγει στο μέλλον, η δομή του τρέπει το ποίημα σε υφαντό λόγου και σιωπής.

Η ποιητική εμπειρία στην ποίηση της Ε. Βακαλό, μοιάζει με την ίδια την ύπαρξη, μια ατελής ολοκλήρωση. Κοιτάζοντας τον ορίζοντα, γλιστρά από το ένα αντικείμενο στο άλλο, από τη μία θέαση στην άλλη. Το ίδιο το ποίημα είναι ένας ορίζοντας που ανοίγει νέους ορίζοντες για τον αναγνώστη. Το σημείο άφιξης της περιπλάνησης, γίνεται σημείο εκκίνησης για μια καινούρια πνευματική διαδρομή. Τα ποιήματα τελειώνουν σε ένα σημείο που αρχίζει κάτι άλλο (μπορούμε να συνεχίσουμε αντίστροφα την ανάγνωση) ή στη σιωπή. Η μορφοποίηση των ποιημάτων με τα μεγάλα άσπρα κενά ανάμεσα στις στροφές, τη διαφορετικότητα των στίχων στο ίδιο ποίημα, φανερώνει την αλλότητα της ίδιας της ποίησης, μέσα απ’την εναλλαγή λόγος/σιωπή. Όλα καταλήγουν· όπως και το ίδιο το ποίημα: Στη σιωπή.

«Κι ίσως πολλά σημαίνουνε τα λίγα αυτά να πω».

(Οι αστροναύτες στα χόρτα του κήπου)

Η ποίηση της Βακαλό, «ερμηνευτική» (όχι ερμητική κλειστή), είναι απόδειξη ότι η ποίηση αποτελεί ύψιστη μορφή γνώσης. Έχει μετουσιώσει όλο το φιλοσοφικό υπόβαθρο του αιώνα της και κατάφερε να το κάνει ποιητική μαρτυρία. «Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές», λέει η ίδια. Ως κριτικός ιστορίας της τέχνης, έχει κτήμα της τη σύγχρονη σκέψη. Επίσης, στον βιογραφικό έλεγχο, διαπιστώνουμε ότι η ίδια δίδασκε το μάθημα προοπτικής στη σχολή εφαρμοσμένων τεχνών του συζύγου της, ζωγράφου Γ.Βακαλό. Διαφαίνεται πόσο άρρηκτα δεμένη είναι η ζωή, η φιλοσοφία και το έργο της. Η ποίηση της Βακαλό, μια συνεχής περιπλάνηση στους απύθμενους ορίζοντες του «άλλου»:

«Εδώ εγώ που κάθομαι
κι αλλού που τρέχει ο νους μου»

(Αντικριστό)

Η Αριστέα Τσάντζου είναι Ειδικός επιστήμονας Θεωρίας της Λογοτεχνίας, Γαλλικής ποίησης 20ου αιώνα.

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε