Παναγιώτης Πετρέλης | Ο Ασθενής

Επιμέλεια δημοσίευσης: Κωστής Παπαζάκ


Ο ψυχίατρος περίμενε πρωί πρωί τον ασθενή του. Ήταν από τους πιο τακτικούς επισκέπτες του ιατρείου. Θαμώνας, σχεδόν. Μια περίπτωση ιδιαίτερη, ερχόταν και μιλούσε για ώρες με τον γιατρό. Και ερχόταν πρώτος, πάντα πριν έρθει η γραμματέας. Σχεδόν στα κρυφά, σαν νά ‘ταν οι συνεδρίες τους μυστικές. Ούτε στα βιβλία υπήρχε πουθενά ο ασθενής αυτός. Σαν νά ‘ταν η ύπαρξή του ολόκληρη ένα καλά κρυμμένο μυστικό˙ ήταν.

Να τον και σήμερα. Χτύπησε την πόρτα, μπήκε μέσα και κάθισε με μια φυσικότητα που δεν έδειχνε κανείς άλλος. Οι περισσότεροι ένιωθαν άβολα όταν βρισκόταν σ’ αυτόν τον χώρο. Κάποιοι άλλοι δεν μπορούσαν να νιώσουν άβολα.  Ο συγκεκριμένος ένιωθε σαν στο σπίτι του. Το είχε πει, μια φορά, στον γιατρό κι είχαν γελάσει. Ήταν από τους λίγους ασθενείς που γελούσαν χωρίς να σε κάνουν να νομίζεις ότι βλέπεις τον ίδιο τον διάβολο. Μέχρι που σοβάρευε.

Έτσι και τώρα. Μετά τα συνήθη χωρατά το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Άρχισε να μιλάει. Ο γιατρός τον παρατηρούσε προσεκτικά. Τον κοιτούσε στα μάτια. Δύο μάτια διαπεραστικά, ψυχρά, σχεδόν ανέκφραστα. Σχεδόν σαν τα δικά του. Έστρεψε το βλέμμα του άλλου. Όπως ο ασθενής κουνούσε το χέρι του φάνηκε ένα παλιό δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο. Ασυναίσθητα ο γιατρός κοίταξε τα δικά του χέρια. Φορούσε ένα δαχτυλίδι ίδιο. 

«Γιατρέ, νομίζω σάς χάνω» είπε ευγενικά ο ασθενής. Μ’ αυτά τα λόγια ακριβώς συνήθιζε ο γιατρός να επαναφέρει ασθενείς που καμμιά φορά χανόταν κατά τις συνεδρίες. Άλλες φορές τον άκουγαν, άλλες όχι. Νευρίασε προς στιγμήν που ο ασθενής χρησιμοποίησε τα όπλα του εναντίον του. Μετά σκέφτηκε πως ήταν ανόητο.

«Καθόλου, είμαι όλος αυτιά, συνεχίστε» είπε και τον κοίταξε κατάματα. Παρά την μεγάλη οικειότητα, μ’ αυτόν τον ασθενή συνέχιζαν να μιλάνε στον πληθυντικό. Κάτι ο τρόπος του, κάτι το παρουσιαστικό του, κάτι τα ωράρια, ποτέ δεν φάνηκε στον γιατρό κατάλληλο να σπάσει το φράγμα του “σεις” και του “σας”. Ίσως τότε η οικειότητα να γινόταν αβάσταχτα μεγάλη. 

Κι ο ασθενής συνέχισε να μιλά. Πότε πότε τον ρωτούσε κάτι ο γιατρός και πάντα απαντούσε με ερωτήσεις. Άλλη μια συνήθεια του γιατρού που γινόταν εκνευριστική στα χέρια των άλλων. Στα χέρια του συγκεκριμένου άλλου. Και πάλι του φάνηκε ανόητο να νευριάσει. Κούνησε δεξιά-αριστερά το κεφάλι του και μόλις που θα ορκιζόταν ότι είδε τον ασθενή να κάνει ακριβώς το ίδιο. Του έκανε νόημα να συνεχίσει να μιλά˙ κι αυτός συνέχισε. 

Τού έλεγε πράγματα που φάνταζαν αόριστα γνωστά. Κάτι θύμιζαν στον γιατρό, μια μακρινή ανάμνηση που σβήνει στα βάθη του μυαλού, μια μυρωδιά που λες ότι έχει ξεχαστεί και σιγά σιγά επανέρχεται, μια μουσική που νόμιζες ότι δεν θα άκουγες ξανά και τελικά ένα όργανο χαμένο στις σκιές την ξαναπαίζει. Μια φωνή γνώριμη, ίσως λίγο αλλοιωμένη γιατί ακούγεται πίσω από κάποια κουρτίνα. Πίσω από κάποιο πέπλο. 

Κι όπως πάντα, ο γιατρός τον συμβούλευε. Και είχε την εντύπωση ότι ο ασθενής του άκουγε πράγματα γνωστά και καμμιά φορά δυσφορούσε. Πράγματα που ήδη κάποιος άλλος του είχε πει, ίσως τα είχε σκεφτεί ο ίδιος, ίσως τα είχε δοκιμάσει κιόλας˙ και δεν είχαν αποτέλεσμα. Κι όμως, τον άκουγε πάντα, ίσως με μια βαρεμάρα, ίσως με την ίδια περιέργεια που ένιωθε ο γιατρός. Περιέργεια γι’ αυτήν την αδιευκρίνιστη, απροσδιόριστη ομοιότητα που διέκρινε ανάμεσα στους δυο τους. Μια ομοιότητα που άλλες φορές εξαφανιζόταν κι άλλες φορές τον έκανε να νιώσει ότι εξέταζε έναν χαμένο — ή ξεχασμένο — του αδερφό. Μπορεί έτσι να ένιωθε κι ο ασθενής. Μπορεί, πάλι, όλα αυτά να ήταν της φαντασίας του γιατρού. «Όχι,» σκέφτηκε, «δεν γίνεται. Αν το νιώθω εγώ το νιώθει και αυτός. Κι εγώ το νιώθω σίγουρα.»

«Έτσι είναι, γιατρέ» διέκοψε τις σκέψεις του ο ασθενής. «Καμμιά φορά κι εγώ νιώθω πως η ομοιότητά μας είναι…» έκανε μια παύση «αφύσικη.»

Ήταν λες και διάβαζε την σκέψη. Ο γιατρός ανακάθισε έκπληκτος.

«Γι’ αυτό συνεχίζω να σάς επισκέπτομαι. Έχω την ευκαιρία να διερευνήσω αυτήν την ιδιαίτερη σύνδεση. Και την ίδια ευκαιρία έχετε κι εσείς. Έτσι δεν είναι;»

Ο γιατρός έμεινε άφωνος. Το μυαλό του έτρεχε σαν τρελό. Κοίταξε τα σκόρπια αντικείμενα στο γραφείο του.

«Νομίζω, όμως, ότι πρέπει να αλλάξουμε την προσέγγισή μας, δεν λέτε;»

Κρύος ιδρώτας έλουσε τον γιατρό. Καταλάβαινε πότε οι ασθενείς του γινόταν επικίνδυνοι.

«Ας αντιστρέψουμε τους ρόλους.» Ο ασθενής ανακάθισε κι αυτός. «Μιλήστε εσείς σε εμένα. Πείτε μου για εσάς. Είμαι όλος αυτιά.»

«Ακούστε, λοιπόν» ξεκίνησε ο γιατρός. Άρπαξε έναν χαρτοκόπτη και, με μια απάνθρωπη κραυγή, όρμηξε στον ασθενή.

«Γιατρέ, μόλις ήρθα, δεν ήξερα ότι…» είπε η γραμματέας και, μόλις άνοιξε την πόρτα, πάγωσε. Ο γιατρός ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Ακίνητος. Αιμόφυρτος. Είχε καρφώσει τον εαυτό του πολλές φορές μ’ έναν χαρτοκόπτη. 

Artwork: © BobergerCC BY 3.0 | Thomas Karlsson´s Freud´s Divan, Sculpture Garden outside Konsthallen Hishult (Hishult Art Gallery), Sweden

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε