Αντώνης Σαμαράκης | Η ευθύνη του συγγραφέα στην εποχή μας

Δεν είναι απλώς ταραγμένος ο κόσμος του σήμερα. Οι μέρες μας, οι ώρες μας, είναι στ’ αλήθεια κρίσιμες. Το ξέρουμε όλοι, το αισθανόμαστε, το διαισθανόμαστε. Παράλογα τραγική και τραγικά παράλογη η εποχή μας. Από τη μια μεριά: οι συγκεκριμένες δυνατότητες για καλύτερη ζωή που μας δίνουν η απίθανη ανάπτυξη της επιστήμης και η τεχνολογική πρόοδος. Από την άλλη μεριά: η εφιαλτική πραγματικότητα που κυριαρχεί με μέγιστο χώρο του κόσμου μας, ενώ συγχρόνως θανάσιμοι κίνδυνοι απειλούν άμεσα το σύνολο της ανθρωπότητας.

Αλλά ας ρίξουμε μια ματιά στο πανόραμα του κόσμου μας.

Το ενδεχόμενο πυρηνικού ολέθρου ρίχνει στην ανθρωπότητα βαριά τη σκιά του. Ο καθημερινός φόβος ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να ξεσπάσει παγκόσμιος πόλεμος, η καθημερινή αγωνία, παραλύει τη θέληση των απλών ανθρώπων να παλέψουν για κάτι καλύτερο, αποσυνθέτει τη δύναμη για αντίσταση σε ό, τι τσαλακώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ακεραιότητα. Στο κρίσιμο θέμα της ειρήνης και της προάσπισής της με τρόπο που να μην είναι δυνατό να διακινδυνεύσει, η κατάσταση δεν ελέγχεται. Ακόμα και λόγω λάθους, λόγω παρεξήγησης, μπορεί να δοθεί το μοιραίο σύνθημα και να τιναχτούμε στον αέρα.

Την ίδια ζοφερή πραγματικότητα έχουμε και στο άλλο κρίσιμο θέμα: κοινωνική δικαιοσύνη. Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα πεθαίνουν κάθε χρόνο από την πείνα, όμως τεράστιες ποσότητες τροφίμων καταστρέφονται για να μην πέσουν οι τιμές και αστρονομικά ποσά ξοδεύονται για εξοπλισμούς (πάνω από 500 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, δηλαδή πάνω από 1.000.000 δολάρια το λεπτό). Σήμερα, για κάθε άνθρωπο στη γη αναλογούν 10 κιλά σιτάρι και 400 κιλά εκρηκτικές ύλες έτοιμες προς χρήση. Έχουμε ωστόσο μια παρηγοριά: οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μας πληροφορούν ότι, αν στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο το κόστος για να αφανιστεί μια ανθρώπινη ζωή ήταν 21.000 δολάρια, περίπου 1.239.000 δραχμές, σήμερα, για κάθε ανθρώπινη ζωή που αφανίζεται από μια πυρηνική βόμβα, το κόστος είναι 12 δραχμές…

Αλλά και στο επίσης κρίσιμο θέμα της ελευθερίας η πραγματικότητα κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή είναι. Αν ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τέλειωσε με τη στρατιωτική ήττα του φασισμού, όμως το πολυκέφαλο φασιστικό τέρας εξακολουθεί να είναι εν ζωή. Ο ολοκληρωτισμός είναι πάντα εν δράσει. Ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας ασφυκτιά κάτω από την τυραννία φασιστικών καθεστώτων, ενώ η ατομική και συλλογική ελευθερία στραγγαλίζεται κατά συρροή, πότε εδώ, πότε εκεί.

Αλλά δεν είναι μόνο η ελευθερία η ίδια, ως μέγιστο αγαθό, ως εν δυνάμει πραγματικότητα, που περνάει κρίση στον καιρό μας. Είναι και το ένστικτο της ελευθερίας, που ο απλός άνθρωπος, ο πιασμένος στα γρανάζια ολοκληρωτικού καθεστώτος, το θέτει αυτεπάγγελτα υπό περιορισμό και, τελικά, το αχρηστεύει. Είτε από φόβο αντίκρυ στο αυταρχικό σύστημα είτε από τη μακροχρόνια συνήθεια, που γίνεται δεύτερη φύση, σέρνεται στη ζωή σαν σκουλήκι. Έτσι, το ένστικτο της ελευθερίας συρρικνώνεται, παύει να λειτουργεί, έχουμε μια άλλη περίπτωση ανικανότητας.

Κίνδυνος λοιπόν φοβερός: να προκύψουν σιγά σιγά γενιές που να έχουν ενσωματωμένα, από τη στιγμή ακόμα της σύλληψης στα μητρικά σπλάχνα, τα ανεξίτηλα στίγματα, ψυχικά και πνευματικά, σκλάβων. Κίνδυνος, δηλαδή, βιολογικού εξανδραποδισμού.

Παρατηρούνται βέβαια, εδώ κι εκεί, εστίες αντίστασης στον ολοκληρωτισμό. Άλλη εξέγερση πνίγεται στο αίμα, άλλη πετυχαίνει κάτι, σήμερα όμως τα ολοκληρωτικά συστήματα δεν είναι οι δικτατορίες του παρελθόντος, όταν μερικοί κινηματίες σχετικά εύκολα ανέβαιναν στην εξουσία αλλά και σχετικά εύκολα έπεφταν. Έχουμε τώρα να κάνουμε με τερατώδεις μηχανισμούς τύπου Λερναίας Ύδρας: πολυκέφαλους, με διακλαδώσεις και διασυνδέσεις, οι οποίοι στο οπλοστάσιό τους διαθέτουν τα πιο μοντέρνα επιτεύγματα της τεχνολογίας, μπορούν άνετα να ελέγχουν τους πάντες και τα πάντα.

Θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι τα βάσανα της ελευθερίας στον καιρό μας δεν περιορίζονται σε χώρες με ολοκληρωτικό καθεστώς. Συμπτώματα καταπίεσης από την πλευρά της κρατικής εξουσίας έχουμε και σε πολλές χώρες με δημοκρατικό σύστημα. Ολοένα και περισσότερο η εξουσία, το κράτος και το παρακράτος, γλιστράνε στη χρησιμοποίηση μεθόδων αυταρχικών. Παγιδεύουν το άτομο σε ασφυκτικό εναγκαλισμό, για το καλό του τάχα. Πρόκειται όμως για υπερτροφική διόγκωση της κρατικής εξουσίας, που έρχεται και εξασκεί βία – μια άλλη περίπτωση τρομοκρατίας.

Μπροστά σε μια τέτοια πραγματικότητα, τι πρέπει να κάνουμε; Να σταυρώσουμε τα χέρια; Αλλά η αυτοεγκατάλειψη που οδηγεί; Στο πουθενά. Προσθέτει μόνο ένα ακόμα αδιέξοδο. Αν μεν καρφώσεις στην καρδιά σου ένα μαχαίρι – χειρονομία έσχατης απόγνωσης, κίνηση λιποταξίας – πρόβλημά σου. Είσαι πάντως συνεπής με το αίσθημα ματαιότητας των πάντων που κουβαλάς μέσα σου. Αλλά όσο επιμένεις να ξυπνάς το πρωί και να μπερδεύεσαι στα πόδια μιας καινούριας μέρας, όσο δεν το παίρνεις απόφαση να πεθάνεις από αηδία, δεν μπορείς να κρατάς στάση παθητικής ουδετερότητας αντίκρυ στον γύρω σου κόσμο. Τον ίδιο αυτό κόσμο που μέσα του κι εσύ περιφέρεσαι και τόσα βάσανα έχεις. Δόγμα «μη επέμβασης» δεν έχεις δικαίωμα να επικαλεστείς. Χρέος έχεις να επέμβεις, να αγωνιστείς κόντρα στο ρεύμα, έστω και για μόνη την «τιμή των όπλων», έστω και για να μην κατηγορείς αύριο τον εαυτό σου για υποκρισία.

«Εσύ τι κάνεις για ν’ αλλάξει ο κόσμος μας στο καλύτερο;» Το αμείλικτο τούτο ερώτημα στήνει στον τοίχο κατηγορούμενους όχι μόνο την πολιτική εξουσία, αλλά και όλους εμάς που έχουμε μια άλλη δύναμη: τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικότερα. Εμείς όλοι: ποιητές, πεζογράφοι, καλλιτέχνες, τι κάνουμε για να αλλάξει η ζωή στο καλύτερο, για να γίνει η ανθρωπότητα, αυτή εδώ η απάνθρωπη ανθρωπότητα, όχι βέβαια να γίνει παράδεισος, αλλά να γίνει – έστω – λιγότερο κόλαση;

Για πρώτη φορά στην πορεία της ανθρωπότητας έχει σήμερα διαμορφωθεί, συγκροτηθεί, παγκόσμια κοινή γνώμη των απλών ανθρώπων. Όλοι οι άνθρωποι αυτοί, όλοι εμείς, είμαστε ενωμένοι, αυθόρμητα και δίχως εντολή άνωθεν, νιώθουμε ενωμένοι γύρω και πάνω στην κοινή ανθρώπινη περιπέτεια και μοίρα. Κοινοκτημοσύνη ανθρώπινου πόνου, αλλά και κοινοκτημοσύνη ιδανικών και ελπίδας και αγωνιστικών διεκδικήσεων με κύριους στόχους: ειρήνη – ελευθερία – κοινωνική δικαιοσύνη. Λέω κύριους στόχους, γιατί είναι και άλλα πολλά που βασανίζουν τον άνθρωπο σήμερα: η ρύπανση και η μόλυνση του περιβάλλοντος – η μοναξιά του ατόμου στις μεγαλουπόλεις – ο ρυθμός γενικά της καθημερινής ζωής, που γίνεται ολοένα και πιο αγχώδης και πιο τυραννικός – η εγκληματική βία – το γραφειοκρατικό σύστημα παιδείας, που θα έλεγε κανείς πως είναι κι αυτό μια άλλη μορφή ολοκληρωτισμού – η ζωή που καταντά να είναι σκέτη διεκπεραίωση των εικοσιτετραώρων μας και όχι γεύση πραγματικής ζωής.

Η λογοτεχνία τώρα τι νόημα έχει μπροστά στο πανόραμα του κόσμου μας έτσι όπως το περιγράψαμε; Έχει ευθύνη για ότι συμβαίνει γύρω μας;

Στη λογοτεχνία, έχουμε να κάνουμε βέβαια με τα αιώνια, τα παντοτινά ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα, πράγματα και συναισθήματα: την αγάπη, τον έρωτα, τη φιλία, τις καθημερινές χαρές, τον ίδιο πάντα προαιώνιο θάνατο, αλλά την ίδια στιγμή, συγχρόνως, τη ζωή μας ολόκληρη τη διαπερνάει το τραγικό ρίγος της Χιροσίμα και των ζοφερών προοπτικών που απειλούν θανάσιμα τον κόσμο μας. Ακόμα και ο έρωτας σήμερα, η μεγάλη αυτή χαρά, η καθαρή αυτή χαρά, φωτίζεται με το αλλόκοτο, το εφιαλτικό ψυχρό φως της Χιροσίμα. Όπως ορισμένα χαρτιά έχουν μέσα τους υδάτινες γραμμές ή σχέδια, έτσι και η ζωή μας ολόκληρη έχει μέσα της ενσωματωμένη τη μορφή της Χιροσίμα, την τραγική μορφή, το τραγικό πρόσωπο της Χιροσίμα. Τόσο πολύ, τόσο βαθιά έχει σημαδέψει τη ζωή μας, την πορεία της ανθρωπότητας η Χιροσίμα, αυτό που έγινε τότε στη Χιροσίμα, αυτό που άρχισε τότε στη Χιροσίμα, η απελευθέρωση δηλαδή τρομαχτικών δυνάμεων – και δεν μπορούμε δυστυχώς να ξέρουμε πως θα εξελιχθεί, αν θα είναι για το καλό του ανθρώπινου γένους ή θα οδηγήσει στην πλήρη εξαφάνισή του -, τόσο οριακή είναι η χρονολογία της Χιροσίμα, 6 Αυγούστου 1945, ώστε ξεκίνησε τότε νέα χρονολόγηση της ιστορίας της ανθρωπότητας, έτσι που μ. Χ. να σημαίνει τώρα μετά Χιροσίμα και π. Χ. να σημαίνει προ Χιροσίμα, και την ώρα τούτη δεν είμαστε 1982 μετά Χριστόν αλλά 37 μετά Χιροσίμα.

Δεν έχουμε λοιπόν σήμερα το δικαίωμα να γράφουμε για ρομαντικά ηλιοβασιλέματα τύπου άλλων γαλήνιων εποχών, όχι! Στις μέρες μας, το ηλιοβασίλεμα είναι κι αυτό διαποτισμένο από το εναγώνιο φως της Χιροσίμα.

Πώς είναι δυνατό να δεχτεί ο συγγραφέας αδιαμαρτύρητα, με απάθεια, να είναι το ακροατήριό του, οι αναγνώστες του, να είναι οι νεκροί ενός νέου παγκόσμιου πολέμου; Ή οι σκλάβοι φασιστικού, ολοκληρωτικού καθεστώτος; Ή οι ζωντανοί νεκροί από πείνα;

Ο συγγραφέας πρέπει να δουλεύει ως ερεθισμός εγρήγορσης της κοινής γνώμης. Να μην την αφήνει να συνηθίζει τα κακώς κείμενα. Από την ίδια τη φύση της αποστολής του, ο συγγραφέας είναι ανήσυχος, απροσκύνητος στις εξουσίες του κόσμου τούτου. Έτσι οφείλει να νιώθει και να  πράττει, σε εξέγερση να καλεί, να υποκινεί ενάντια σε ό,τι είναι σάπιο, βρώμικο, απάνθρωπο, αντιανθρώπινο.

Αλλά δε φτάνει μόνο να περιγράφει σωστά και τίμια ο συγγραφέας όσα απαράδεκτα βλέπει γύρω του. Δε φτάνει μόνο να διαμαρτύρεται, να καταδικάζει. Οφείλει ακόμα, με τρόπους λογοτεχνικούς πάντα, να δίνει συγκεκριμένη ελπίδα.

Να μην περιμένουμε όμως θαύματα από την επίδραση της λογοτεχνίας στη σκέψη και στην όλη πορεία των άλλων. Και μάλιστα θαύματα από τη μια στιγμή στην άλλη. Η δράση της λογοτεχνίας είναι βραδυφλεγής, διαποτίζει σιγά σιγά τη συνείδησή μας, την καρδιά μας. Μας δημιουργεί ανησυχίες γόνιμες, όχι απλώς πνευματικές με τη στενή έννοια, αλλά ανησυχίες τέτοιες που απλώνονται σε όλο το φάσμα της ζωής, στο χώρο τόσο του μέσα μας κόσμου όσο και του κόσμου που μας περιβάλλει. Έτσι, βλέπουμε με άλλο μάτι ό, τι ως τώρα το προσπερνούσαμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, ανάβει στην ψυχή μας μια μικρή φωτιά διαμαρτυρίας, εξέγερσης για ό,τι προσβάλλει, υποβαθμίζει την ανθρώπινη περίπτωση. Η φωτιά αυτή ολοένα δυναμώνει. Το καινούριο που τώρα νιώθουμε ξυπνάει το αγωνιστικό στοιχείο.

Εμείς λοιπόν οι σημερινοί που γράφουμε, ας δούμε αν αυτό το μικρό, το ελάχιστο που τολμήσαμε να δώσουμε στους άλλους μπόρεσε λίγο να τους αγγίξει, να τους πλησιάσει κάπως, να τους ζεστάνει την καρδιά, να τους συντροφέψει σε μια δύσκολη ώρα, να τους ψιθυρίσει μια κάποια απόκριση στα ερωτηματικά που τους βασανίζουν, να τους κάνει να ξεχωρίσουν στο βαθύ σκοτάδι μέσα ένα μικρό φως, μια χαραμάδα φως, να τους σταματήσει το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν αφεθούν να πέσουν στο κενό. Και το κενό δεν είναι μόνο η άβυσσος που καραδοκεί κάτω από τα πόδια μας και μας μαγνητίζει, όταν είμαστε σε ασυνεννοησία με τον εαυτό μας ή με τους άλλους και τότε πηδάμε στην παγωμένη αγκαλιά της. Κενό είναι και η απάθεια για ό, τι φοβερό συμβαίνει γύρω μας, η αδιαφορία για την τύχη των άλλων, που όμως είναι και δική μας τύχη ή μπορεί αύριο κιόλας να είναι, και δεν το σκεφτόμαστε δυστυχώς.

Γιατί πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι στον σημερινό κόσμο δεν υπάρχουν στεγανά, ατομικά καταφύγια, όπου οι άνθρωποι και οι συγγραφείς και καλλιτέχνες μιας χώρας μπορούν τάχα να ζουν και να δουλεύουν απομονωμένοι και απυρόβλητοι από το ηφαίστειο που έχει εκραγεί σε μιαν άλλη γωνιά της γης. Ελευθερία και λογοτεχνική και καλλιτεχνική δημιουργία, σήμερα βρίσκονται στην εποχή της ραδιενέργειας. Και όπως ακριβώς η ραδιενέργεια έχει τη δύναμη να τρυπώνει παντού, και στην παραμικρή χαραμάδα, και στο πιο απομακρυσμένο σημείο, και τελικά καμιά χώρα και κανένας άνθρωπος δε θα μείνουν αλώβητοι, έτσι και οι οδυνηρές συνέπειες της κρίσης της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σε μια μικρή γωνιά του κόσμου μας διαχέονται παντού, μολύνουν τα πάντα. Αν στεκόμαστε απαθείς, αν στεκόμαστε μακάριοι την ώρα που σε μια γωνιά της γης δολοφονείται η ελευθερία, δολοφονείται η δικαιοσύνη, ε λοιπόν, είμαστε τότε όλοι εμείς οι αδιάφοροι θεατές της τραγωδίας εξίσου δολοφόνοι…

Πριν από τριάντα εννέα χρόνια, το 1943, έπαψε να χτυπά η καρδιά ενός αγνού ανθρώπου και μεγάλου συγγραφέα: του Αντουάν ντε Σαίντ – Εξυπερύ. Διοικητής αεροπορικού σμήνους στη Μάρσα, κοντά στην Τύνιδα, έκανε αναγνωριστικές πτήσεις με δικινητήριο μονοθέσιο αεροπλάνο, χωρίς εξοπλισμό. Έτσι, πετώντας ο Αντουάν ντε Σαίντ – Εξυπερύ, ο συγγραφέας του «Μικρού πρίγκιπα», χάθηκε κάπου μεταξύ ουρανού και γης… Χάθηκε…Πώς χάθηκε; Ήταν άραγε δική του απόφασης Ίσως. Στα χαρτιά του πάντως, βρέθηκε ένα γράμμα. Είχε γραφτεί για ένα στρατηγό της αεροπορίας και συνέχιζε, όπως φαίνεται, προηγούμενη συζήτηση μαζί του. Για άγνωστο λόγο, το γράμμα δεν έφτασε στον προορισμό του… Έφτασε όμως σ’ εμάς, το δημοσίευσε στο Παρίσι το «Φιγκαρώ Λιτεραίρ». Ας ακούσουμε τη φωνή, τη συγκινημένη προφητική φωνή, που από τόσο μακριά, έρχεται σήμερα τόσο πολύ κοντά μας:

«… Σήμερα αισθάνομαι μεγάλη και βαθιά θλίψη. Λυπάμαι για τη γενιά μου που είναι κενή και ξένη προς την ουσία του ανθρώπου. Για τη γενιά αυτή που επειδή δε γνώρισε παρά τα νομικά και τα μαθηματικά ως μόνη μορφή της πνευματικής ζωής, κάνει σήμερα μια ζωή ομαδικής δράσης που δεν έχει πια κανένα χρώμα… Η αρρώστια της νεολαίας δεν είναι πως της λείπουν ταλέντα, αλλά ότι της έχουν απαγορεύσει να στηριχθούν στους μεγάλους ευεργετικούς μύθους. Από την ελληνική τραγωδία, η ανθρωπότητα στην παρακμή της ξέπεσε… Αιώνας της διαφήμισης, των ολοκληρωτικών καθεστώτων… Ο άνθρωπος πεθαίνει από δίψα. Στρατηγέ μου, δεν υπάρχει παρά ένα πρόβλημα, ένα και μόνο στον κόσμο. Να ξαναδώσουμε στους ανθρώπους ένα νόημα πνευματικό, ανησυχίες πνευματικές. Βλέπετε, δεν μπορούμε πια να ζούμε με ηλεκτρικά ψυγεία, πολιτική, προϋπολογισμούς και σταυρόλεξα. Δεν μπορούμε να ζούμε χωρίς ποίηση, χωρίς χρώμα, χωρίς αγάπη. Ακούγοντας έστω κι ένα χωριάτικο τραγούδι του 15ου αιώνα, καταλαβαίνουμε τον κατήφορο που κατεβήκαμε. Δε μένει πια τίποτε άλλο από τη φωνή του ρομπότ της προπαγάνδας. Δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν ακούν παρά το ρομπότ, γίνονται οι ίδιοι ρομπότ. Κάθε καταστροφή που έχει γίνει στα τελευταία τριάντα χρόνια δεν έχει παρά δύο αφορμές: το αδιέξοδο του οικονομικού συστήματος και την πνευματική απελπισία. Οι άνθρωποι δοκίμασαν τις καρτεσιανές αξίες: εκτός από τις φυσικές επιστήμες, δεν τους χρησίμευσαν σε τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει παρά ένα πρόβλημα, ένα μόνο: να ανακαλύψουμε και πάλι πως υπάρχει μια ζωή του πνεύματος υψηλότερη, η μόνη που ικανοποιεί τον άνθρωπο. Πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε στους ανθρώπους… Τι παράξενο βράδυ απόψε, τι παράξενη ατμόσφαιρα. Βλέπω από το δωμάτιό μου ν’ ανάβουν τα φώτα στα απρόσωπα κτίρια… Οι δεσμοί της αγάπης που ενώνουν τον σημερινό άνθρωπο με τους ανθρώπους όσο και με τα πράγματα είναι τόσο λίγο τεντωμένοι, τόσο λίγο δυνατοί, ώστε ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πια την απουσία όπως άλλοτε. Είναι η φοβερή εκείνη λέξη που μας λέει μια ιστορία:

– Πηγαίνεις λοιπόν εκεί κάτω; Πόσο μακριά θα είσαι!
– Μακριά από πού;

Το «πού» αυτό που άφησαν οι άνθρωποι δεν είναι πια παρά μια δέσμη από συνήθειες. Στην εποχή του διαζυγίου, χωρίζεται κανείς το ίδιο εύκολα και από τα πράγματα. Τα ψυγεία ανταλλάσσονται, και το σπίτι ακόμα. Και η γυναίκα. Και η θρησκεία. Και το κόμμα. Δεν μπορεί κανείς ούτε να απιστήσει. Σε τι θα είναι άπιστος; Μακριά από πού και άπιστος σε τι; Ερημιά του ανθρώπου… Τον σημερινό άνθρωπο τον κρατούν ήσυχο, ανάλογα με το περιβάλλον, με το βούρδουλα ή το μπριτζ. Μας έχουν καταπληκτικά καλά ακρωτηριάσει. Έτσι, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι. Μας έκοψαν τα χέρια και τα πόδια, και ύστερα μας άφησαν ελεύθερους να περπατήσουμε. Μισώ αυτή την εποχή που ο άνθρωπος γίνεται, με τον διεθνή ολοκληρωτισμό, ένα γλυκό ζώο, ευγενικό και ήσυχο. Μας έκαναν να πιστέψουμε πως αυτό είναι ηθική πρόοδος!… Πού πάμε;… Στον άνθρωπο ρομπότ, στον άνθρωπο τερμίτη, στον άνθρωπο της ρουτίνας, του μαστίγιου… στον άνθρωπο που έχει χάσει τη δημιουργική του δύναμη και δεν ξέρει πια να φτιάξει ούτε ένα χορό, ούτε ένα τραγούδι… στον άνθρωπο που τον τρέφουν με ψεύτικο πολιτισμό, με πολιτισμό τυποποιημένο όπως τρέφουν τα βόδια με σανό. Αυτό είναι ο σημερινός άνθρωπος… Δεν μπορώ να υποφέρω να ρίχνουμε γενιές νέων Γάλλων στην κοιλιά του γερμανικού Μολώχ. Η ίδια η ύπαρξή μας απειλείται. Αλλά όταν σωθεί, τότε θα τεθεί και το βασικό πρόβλημα, το πρόβλημα της εποχής μας. Το πρόβλημα της έννοιας του ανθρώπου… Έχω την εντύπωση ότι βαδίζω προς την πιο σκοτεινή εποχή του κόσμου… Αν γυρίσω ζωντανός από αυτήν την αναγκαστική και αχάριστη δουλειά που είναι ο πόλεμος, δε θα έχω ν’ αντιμετωπίσω παρά ένα πρόβλημα: τι μπορούμε, τι πρέπει να πούμε στους ανθρώπους;… τι θα πούμε στους ανθρώπους;…»

Αν ο Αντουάν ντε Σαίντ – Εξυπερύ ήταν σήμερα στον κόσμο μας, με τον ίδιο σίγουρα τρόπο θα μας μιλούσε, με τον ίδιο σπαραγμό ψυχής και πνεύματος. Από το 1943 ως το 1982 η ανθρωπότητά μας, δεν έχει δυστυχώς αλλάξει στο καλύτερο. Ο 20ος αιώνας εξακολουθεί να είναι όπως τον ονόμασε ο συγγραφέας της «Νυχτερινής πτήσης»: «αιώνας των ολοκληρωτικών καθεστώτων». Αλλά ο αγώνας των απλών ανθρώπων για ελευθερία δεν έχει οριστικά χαθεί, συνεχίζεται… Στον αγώνα αυτόν, καλείται και η λογοτεχνία να συμβάλει. Η λογοτεχνία που είναι δύναμη. Πρέπει βαθιά να το νιώσουμε αυτό και να μη χαραμίζουμε το όπλο που έχουμε στα χέρια μας. Οι συγγραφείς του καιρού μας οφείλουν, πριν πιάσουν να γράψουν, να σκέφτονται την ευθύνη που έχουν για την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Κάθε φορά που ξεκινάνε να μιλήσουν, ας αναρωτιούνται με συνείδηση ευθύνης, ας αναρωτιούνται όπως ο Αντουάν ντε Σαίντ – Εξυπερύ: «Τι θα πούμε στους ανθρώπους;».

ΠΗΓΗ: «ΔΙΑΒΑΖΩ» – Επιθεώρηση Του Βιβλίου, τεύχος 49, Ιανουάριος 1982          

Επίμετρο: Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Από δική του ιδέα δημιουργήθηκε η Βουλή των Εφήβων. Το έργο του, έχει έντονο το στοιχείο της κοινωνικής καταγγελίας. Ο Αντώνης Σαμαράκης ήταν πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Πέθανε το 2003. Μετά από επιθυμία του, το σώμα του δωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για έρευνες των φοιτητών της Ιατρικής.

Σχολιάστε

Start a Blog at WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε